Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Δύο κείμενα για τη θανατική ποινή

1.Περί της θανατικής ποινής
του Θ.Π.Λιανού,

καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εξήντα ένα μέλη του εθνικού μας Κοινοβουλίου κατέθεσαν πρόταση επαναφοράς της θανατικής ποινής. Παράλληλα άρχισε και η επιχειρηματολογία για τα υπέρ και τα κατά της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Πριν από δύο χρόνια περίπου, στις 4 Φεβρουαρίου 1996, είχα γράψει στο «Βήμα» ένα άρθρο όπου υποστήριζα, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις, την επαναφορά της θανατικής ποινής. Σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν την ίδια άποψη και μάλιστα χωρίς επιφυλάξεις, όπως φαίνεται.

Εν όψει των συζητήσεων που θα ακολουθήσουν είναι σκόπιμο να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των επιχειρημάτων στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου. Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι τα εξής:

Πρώτον, η επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής θα έχει αποτρεπτικές συνέπειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι δολοφονίες, αλλά είναι αναμενόμενο ότι θα μειωθούν. Υποστηρίζεται ότι οι δολοφονίες αστυνομικών στις ΗΠΑ είναι ελάχιστες διότι είναι βέβαιο ότι ο δολοφόνος αστυνομικού στις ΗΠΑ, σίγουρα και σύντομα, θα βράζει στα καζάνια της κόλασης, είτε καταδικαστεί από δικαστήριο είτε όχι. Επίσης σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» (21.11.1997) ο καθ. Α. Λοβέρδος αναφέρει ότι στη Γαλλία, στο διάστημα 1970-1980, προ της κατάργησης της θανατικής ποινής έγιναν πέντε δολοφονίες ανηλίκων, ενώ μετά την κατάργηση, στο διάστημα 1984-1993, οι δολοφονίες ανηλίκων αυξήθηκαν σε 84, δηλ. αυξήθηκαν κατά δεκαεφτά φορές!

Δεύτερον, έχει αποδειχθεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα στη φυλακή ή έξω. Είναι γνωστή περίπτωση του Τζακ Αμποτ, συγγραφέα του έργου In the Belly of the Beast και δολοφόνου δύο ανθρώπων, του δεύτερου δύο εβδομάδες μετά την έξοδό του από τη φυλακή όπου είχε εγκλεισθεί για τον πρώτο φόνο.

Τρίτον, η ποινή δεν επιβάλλεται μόνο για να αποτρέψει την επανάληψη της πράξης, αλλά ταυτόχρονα για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η ισορροπία στην ψυχή όσων υπέφεραν από το έγκλημα. Σε πολλές περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Οποιος ενδιαφέρεται για μια αριστουργηματική διατύπωση αυτού του επιχειρήματος, ας φροντίσει να δει την ταινία του Μπέργκμαν «Η Πηγή των Παρθένων» όπου ο πατέρας εκτελεί τους δύο βιαστές και δολοφόνους της νεαρής κόρης του.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύο σοβαρά επιχειρήματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής, γενικά, και συνεπώς τη μη επαναφορά της στην πατρίδα μας.

Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης και συνεπώς η δυνατότητα επιβολής θανατικής ποινής αποτελεί έναν επικίνδυνο μηχανισμό νόμιμης εκτέλεσης αθώων. Το επιχείρημα αυτό είναι πράγματι ισχυρό. Υπάρχουν όμως αντεπιχειρήματα, όπως, π.χ., ότι σε πολλές περιπτώσεις ο δολοφόνος ομολογεί ή ότι υπάρχουν αδιάσειστα και επιστημονικά αδιάψευστα στοιχεία ή ακόμη ότι μπορεί να απαιτείται η παρέλευση εύλογου χρόνου μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης.

Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της μη επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι ότι η θεσμοθέτηση του θανάτου αποτελεί αδιανόητη, για την εποχή μας, προσβολή του πολιτισμού. Είναι φυσικό και αναμενόμενο οι άνθρωποι να πεθαίνουν λόγω γήρατος, λόγω ασθενειών ή εξαιτίας ατυχημάτων, αλλά είναι παράλογο για μια κοινωνία, ως συλλογική οντότητα, θα θεσμοθετεί τον θάνατο. Μια απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα μέλη της ακόμη και όταν αυτό απαιτεί τον θάνατο ορισμένων και κυρίως όταν οι εγκληματίες, ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί, είναι σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ τις εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων και απροστάτευτων ατόμων.

Ο κάθε πολίτης μπορεί μόνος του να σταθμίσει τα παραπάνω αλλά και πρόσθετα επιχειρήματα και να πάρει θέση στο ζήτημα της επαναφοράς ή μη της θανατικής ποινής. Θα ήθελα όμως κάποιος από εκείνους που υποστηρίζουν τη μη επαναφορά να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων όταν οι ίδιοι δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα μέλη της.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 30 Νοεμβρίου 1997

_____

2. Ας τελειώνουμε με τη θανατική ποινή
του Κ.Παπαϊωάννου,

προέδρου του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

Η πρόταση των βουλευτών περί επαναφοράς της ποινής του θανάτου έφερε πάλι στη δημοσιότητα ένα θέμα που πιστεύαμε πως είχε θέση μόνο στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών, που επιδιώκουν να συνδυάσουν στυγερά εγκλήματα με υψηλή τηλεθέαση. Εντούτοις, αυτός ο διάλογος ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν κρίνει κανείς και από το άρθρο του κ. Θ. Π. Λιανού στο «Βήμα» της 30ής Νοεμβρίου. Το άρθρο αυτό τελείωνε με τη φράση «θα ήθελα κάποιος που υποστηρίζει τη μη επαναφορά να εξηγήσει γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων».

Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στην καρδιά του προβληματισμού για τη θανατική ποινή. Υπάρχουν κοινωνίες που σέβονται την ανθρώπινη ζωή και άλλες που την περιφρονούν. Κατά πάσα πιθανότητα όλοι μας επιλέγουμε τις πρώτες. Η θεώρηση όμως της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατης αξίας δεν μπορεί παρά να αφορά εξίσου τον άγιο και τον δολοφόνο, ειδάλλως ήδη παζαρεύουμε την αξία της ζωής. Αν δεχόμαστε πως το δικαίωμα στη ζωή είναι το ύψιστο δικαίωμα, τότε πώς θα επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε κοινωνία να εξαιρέσει από αυτό τους δολοφόνους; Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε και το 2ο άρθρο του Συντάγματός μας, που θεωρεί καθήκον της πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου;

Ο αντίλογος που ακούγεται συχνά είναι πως δεν έχουμε καμία υποχρέωση να σεβαστούμε τη ζωή κάποιου που δεν σέβεται άλλες ζωές. Συνειδητοποιούν άραγε όσοι το λένε ότι ουσιαστικά προτρέπουν μια ολόκληρη κοινωνία να εξισωθεί με τον χειρότερο εγκληματία, να δράσει με τα δικά του κριτήρια περί σημαντικού και ασήμαντου; Συνειδητοποιούν ότι περιγράφουν μορφές κοινωνικής οργάνωσης από τις οποίες η ανθρωπότητα προσπαθεί να ξεφύγει;

Εξάλλου, πειστικό ακούγεται, μέσα στη διέγερση του θυμικού που προκαλεί, και το υποθετικό ερώτημα: τι θα έκανες όμως αν κάποιος σκότωνε την οικογένειά σου; Η απάντηση είναι απλή, αρκεί να διατηρούμε την απαραίτητη ψυχραιμία για να θυμόμαστε δύο αυτονόητα στοιχεία.

Πρώτον, ότι η διάθεση αυτοδικίας που μπορεί να θολώσει το μυαλό κάποιου δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρότυπο απονομής δικαιοσύνης. Δεύτερον, ότι οι έννοιες ποινή και εκδίκηση απέχουν πολύ μεταξύ τους και είναι κοινός τόπος πως μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκδικείται. Αν θυμόμαστε αυτά τα στοιχεία, είναι προφανές πως δεν έχει καμία σημασία η απάντηση στο «εντυπωσιακό» αυτό ερώτημα διότι είναι άσχετη με τη θανατική ποινή.

Επιπλέον, οφείλει κανείς να εξετάσει και ορισμένες πιο πρακτικές πλευρές της θανατικής ποινής, όπως αυτή της ενδεχόμενης πλάνης. Στις ΗΠΑ έχουν καταδικαστεί σε θάνατο τουλάχιστον 350 αποδεδειγμένα αθώοι και τουλάχιστον 23 έχουν εκτελεστεί. Οι άνθρωποι αυτοί έπεσαν θύματα «νόμιμης» δολοφονίας από την πλευρά του κράτους. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η θανατική ποινή είναι η μόνη που δεν επανορθώνεται και δεν υπάρχει τρόπος να αποκλειστεί το ενδεχόμενο λάθους.

Στο άρθρο του κ. Λιανού αναφέρεται επίσης πως «έχει αποδειχτεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα τη φυλακή ή έξω». Χωρίς να αποκλείει κανείς αυτό το ενδεχόμενο, είναι εντούτοις υπερβολική η γενίκευση με τον τρόπο που διατυπώνεται και προφανέστερα απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα.

Τελικά ας δούμε και το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται από τους υποστηρικτές της: η θανατική ποινή καταπολεμά την εγκληματικότητα. Ξεχνούν βέβαια πως αυτό δεν έχει αποδειχτεί σε καμία απολύτως αξιόπιστη μελέτη. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις που κατ' εξοχήν χάνουν τη μάχη με την εγκληματικότητα καταφεύγουν στην εύκολη λύση της θανατικής ποινής (π.χ. Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία). Ο ΟΗΕ διαπίστωσε επισήμως το 1988 την αποτυχία όσων μελετών προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι εκτελέσεις είναι πιο αποτρεπτικές από τα ισόβια δεσμά. Σε καμία χώρα δεν πιστοποιήθηκε σχέση ανάμεσα στη θανατική ποινή και στη μείωση της εγκληματικότητας.

Θα μπορούσαμε πολλά να πούμε για τη ρατσιστική χρήση της ποινής αυτής εις βάρος μειονοτήτων και ασθενέστερων τάξεων, για τις εκτελέσεις ανήλικων παραβατών, για το μαρτύριο ανθρώπων επί ώρες στην ηλεκτρική καρέκλα. Κυρίως όμως δηλώνουμε ότι επιθυμούμε ένα κράτος που δεν θα παραβιάζει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μια σειρά άλλους διεθνείς κανόνες. Αισθανόμαστε περισσότερο άνθρωποι όσο απομακρύνεται το 1972, όταν ήχησε τελευταία φορά το εκτελεστικό απόσπασμα στην Ελλάδα.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε επισήμως από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος να προβλέψει τη συνταγματική κατάργηση της ποινής του θανάτου.

Απαντώντας και πάλι στο ερώτημα με το οποίο ξεκίνησε αυτό το κείμενο: δεν μπορεί μια κοινωνία να σκοτώνει ανθρώπους για να τους δείξει ότι είναι κακό να σκοτώνουν.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 7-12-1997


ΘΕΜΑ : «Θανατική Ποινή : διατήρηση ή κατάργηση;»

Η βία και το έγκλημα ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι συνοδοί της ανθρώπινης ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν υπήρξε ιστορική περίοδος χωρίς βίαιες πράξεις ή εγκληματικές ενέργειες. Γι’ αυτό, από πολύ νωρίς όλες οι υγιείς κοινωνίες, προβληματίστηκαν σχετικά με την καταδίκη και την τιμωρία τέτοιων εκδηλώσεων. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία σωφρονιστικών συστημάτων. Οι ποινές που θεσπίστηκαν κατά καιρούς, ποίκιλαν ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα των εγκλημάτων ή των αδικημάτων. Όμως, μια από τις αρχαιότερες ποινές, η θανατική καταδίκη, εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σήμερα σε πολλά σημεία του πλανήτη και να δημιουργεί μια αμφιλεγόμενη κατάσταση σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι της ύπαρξής της.

H εμφάνιση της θανατικής ποινής είναι πολύ παλιά, χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι πρώτες θρησκείες θέσπισαν και εφάρμοζαν τη θανατική ποινή, όπως συνέβαινε στον κώδικα του Χαμουραμπί. Ο Δίας με τον κεραυνό του θανάτωνε όποιον κακουργούσε. Ακόμη και τα Εκκλησιαστικά δικαστήρια στο Μεσαίωνα καταδίκαζαν σε θάνατο, παρά το αξίωμα «Ecclesia abhorret a sanguine» (η εκκλησία απεχθάνεται το αίμα).

Στην εποχή μας πια, η θανατική ποινή είναι γεγονός και εφαρμόζεται σε πολλές χώρες του πλανήτη, ενώ σε άλλες έχει καταργηθεί και αποτελεί παρελθόν. Όμως, η διατήρησή της ή η κατάργησή της εξακολουθεί να διχάζει και να προκαλεί έντονους προβληματισμούς. Απ’ τη μια μεριά βρίσκονται εκείνοι που είναι υπέρμαχοι και θιασώτες της θανατικής ποινής. Χρησιμοποιούν λοιπόν, μια σειρά επιχειρημάτων για να στηρίξουν την ορθότητα της θέσης τους. Πρώτα-πρώτα επισημαίνουν τη μεγάλη έξαρση της βίας και της εγκληματικότητας στην εποχή μας. Παρατηρούν την αδυναμία ή και την ανικανότητα του σωφρονιστικού συστήματος να την αναχαιτίσει και να την περιορίσει. Επίσης, χρησιμοποιούν ως επιχείρημα το γεγονός ότι στην εποχή μας διαπράττονται, με όλο μεγαλύτερη συχνότητα, αποτρόπαια ειδεχθή εγκλήματα, πρωτόγνωρης βιαιότητας και βαναυσότητας, τέτοια που ποτέ άλλοτε δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να προστατευθεί το αθώο κοινωνικό σύνολο που ταλαιπωρείται και υποφέρει από το έγκλημα. Απ’ την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν, δεν υπάρχει αποτελεσματική επιβολή και έκτιση των ποινών από τους εγκληματίες. Με την ατιμωρησία που επικρατεί ή με τις μικρές τιμωρίες που επιβάλλονται, το έγκλημα θα φουντώνει όλο και περισσότερο.

Πολλά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όπου εφαρμόζεται η θανατική ποινή, καθώς και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, πιστεύουν πως η γενική πρόληψη του εγκλήματος εξασφαλίζεται καλύτερα με τη διατήρηση της θανατικής καταδίκης. Ακόμη και σε κράτη που έχει καταργηθεί πια, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, κάθε τόσο αποδίδεται η αύξηση της εγκληματικότητας σ’ αυτή την κατάργηση και συζητιέται η επαναφορά της, τουλάχιστον για ορισμένα εγκλήματα.

Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως το κράτος με την επιβολή της φανερώνει πόσο μεγάλη αξία έχει η ανθρώπινη ζωή (όταν π.χ. επιβάλλεται σε περιπτώσεις φόνων) ή τα ύψιστα αγαθά της πολιτείας (όταν π.χ. επιβάλλεται σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας). Η πολιτεία τα προστατεύει και τα αφαιρεί και αυτή με τη σειρά της από τον εγκληματία. Οι υποστηρικτές της θανατικής ποινής Δε βλέπουν το λόγο, γιατί να διστάσει η πολιτεία να στείλει στο θάνατο εγκληματίες που ρίχνουν βενζίνη και καίνε τα παιδιά και τη γυναίκα τους.

Όπως λέει και ο Άλφονς Καρρ : «Θέλετε να καταργήσετε τη θανατική ποινή; Σύμφωνοι, αλλά να κάνουν την αρχή οι κ.κ. δολοφόνοι».

Φαίνεται όμως ότι όλα τα παραπάνω επιχειρήματα δεν είναι και τόσο πειστικά. Γιατί όλο και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που μιλούν για κατάργηση της θανατικής ποινής. Κατά τη γνώμη τους, η εμπειρία και η πράξη δείχνουν ότι η εκτέλεση της θανατικής ποινής αποκτηνώνει αυτούς που εμπλέκονται στη διαδικασία της. Πουθενά δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Αν αυτό ίσχυε, τότε γιατί, ενώ τόσους αιώνες που εφαρμόζεται η θανατική ποινή, δεν έπαψαν ποτέ να γίνονται κακουργήματα;

Η θανατική ποινή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται εναντίον του εγκλήματος, γιατί έγκλημα είναι η ίδια. Αποτελεί κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Παγκόσμια Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε ατόμου για τη ζωή και δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται κανένας σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η θανατική ποινή λοιπόν παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος 100 volt στα πιο ευαίσθητα μέρη του ανθρώπινου σώματος προκαλεί στην κοινή γνώμη αηδία, ποια αντίδραση πρέπει να προκαλέσει η διοχέτευση 2000 volt στο σώμα του θανατοποινίτη; Η γνώμη που δέχεται το σύστημα της «ταυτοπάθειας» (ius tallionis ή οφθαλμόν αντί οφθαλμού), χαρακτηρίζεται πια στις σύγχρονες κοινωνίες, με την τεράστια πρόοδο και εξέλιξη του πολιτισμού, απάνθρωπη και κατακριτέα.

Ένα άλλο σοβαρότατο επιχείρημα για την κατάργησή της είναι η βαναυσότητά της και η ψυχική βία που ασκεί στον μελλοθάνατο, εφόσον ξέρει εκ των προτέρων τον επικείμενο θάνατό του. Αυτό τον οδηγεί σε μια οριακή-υπαρξιακή κατάσταση, η ψυχική τυραννία που δέχεται είναι αφόρητη, απάνθρωπη. Τόσο, που μεγάλοι άνθρωποι της διανόησης όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Ουγκώ ή ο ιταλός διαφωτιστής ποινικολόγος Μπεκαρία να ταχθούν υπέρ της κατάργησής της και να την καταδικάσουν ως ηθικό στίγμα και κορυφαία βαρβαρότητα.

Απ’ την άλλη πλευρά η θανατική ποινή είναι απόλυτη. Είναι η μόνη ποινή που μετά την εκτέλεσή της Δε μπορεί να ανακληθεί ή να μετατραπεί. Η φρίκη για το έγκλημα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την προσφυγή στη θανατική ποινή. Αποτελεί υπέρβαση των ανθρωπίνων ορίων. Η αφαίρεση μιας ζωής δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης ετυμηγορίας. Είναι απάνθρωπη : αποκεφαλισμός, καύση στην πυρά, απαγχονισμός, θάλαμος αερίων, τουφεκισμός, ηλεκτρική καρέκλα, η επινοητικότητα των ανθρώπων είναι ανεξάντλητη όταν πρόκειται να εξοντώσουν τον συνάνθρωπό τους.

Και το κυριότερο επιχείρημα : τι γίνεται στην περίπτωση δικαστικής πλάνης; Τότε είναι αδύνατη η επανόρθωση της αδικίας. Και δυστυχώς δεν είναι λίγα τα παραδείγματα δικαστικών πλανών στην ανθρώπινη ιστορία, όπου αθώοι άνθρωποι εκτελέστηκαν για να αποδειχθεί εκ των υστέρων η αθωότητά τους. Κορυφαίο βέβαια παράδειγμα, ο Σωκράτης.

Μια άλλη άποψη που ακούγεται όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, είναι ότι η θανατική ποινή είναι ρατσιστική. Μαύροι και λευκοί πέφτουν θύματα βίαιων εγκλημάτων περίπου στο ίδιο ποσοστό. Παρ’ όλα αυτά, το 82% των ανθρώπων που έχουν εκτελεστεί από το 1977 είχαν καταδικαστεί για το φόνο λευκών. Οι μαύροι αποτελούν μόλις το 12% του πληθυσμού των ΗΠΑ, αλλά το 42% των θανατοποινιτών. Το δικαστικό σύστημα που τους δίκασε και τους καταδίκασε, παραμένει στο μέγιστο μέρος του λευκό.

Χώρια που η επιβολή της θανατικής ποινής ή η αποτροπή της σε κάποιον εγκληματία είναι συνισταμένη και της κοινωνικής του θέσης και της οικονομικής του κατάστασης. Δηλαδή, το εάν κάποιος θα καταδικαστεί σε θάνατο ή όχι, μπορεί να εξαρτάται περισσότερο από τον δικηγόρο του παρά από το έγκλημα. Ένας κατηγορούμενος που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να προσλάβει έναν έμπειρο και ικανό δικηγόρο, είναι πιο πιθανό να καταδικαστεί σε θάνατο από κάποιον που έχει τα αναγκαία μέσα.

Συμπερασματικά λοιπόν, μετά τα παραπάνω θα λέγαμε ότι είναι πράγματι αποτρόπαιη η επιβολή της θανατικής ποινής. Μπορεί και πρέπει να καταργηθεί, αφού η κοινωνία μπορεί με άλλους τρόπους να προστατευθεί αποτελεσματικά από το έγκλημα και όχι με το να εγκληματήσει η ίδια. Κι αυτοί οι άλλοι τρόποι είναι αυστηρές ποινές, όπως τα ισόβια δεσμά, αρκεί βέβαια να επιβάλλονται και να τηρούνται αυστηρά.