Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ -Έρωτας, φύση, άνθρωπος

Ο Παύλος Νιρβάνας μας περιγράφει κάποια στιγμή με τον Α. Παπαδιαμάντη , που μας δείχνει με καθαρότητα τη σχέση του με τη φύση και το αίσθημα εγκλωβισμού που ένιωθε στην Αθήνα :

Τον είδα- αὐτὸ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτὲ -νὰ τρέχη ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὅπως τρέχει ἕνα μειράκιον ἐρωτευμένον ὀπίσω ἀπὸ τὴν ἐρωμένην του. Ἦτο τὸ θέαμα αὐτὸ ἀπὸ τὰ τραγικώτερα, ποὺ εἶδα εἰς τὴν ζωήν μου· καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι αἰσθητικὴ συγκίνησις ἀπὸ ἔργον τέχνης νὰ μοῦ ἔδωκεν παρομοίου τραγικοῦ τόνον κλονισμόν. Ἦτο ἕνα δειλινὸν φθινοπώρου καὶ ὁ Ἥλιος ἔδυε μελαγχολικὸς ὀπίσω ἀπὸ τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα τότε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ βαδίζῃ βιαστικὸς πρὸς τοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπιείου. Καὶ εἶχα τὴν ἀνοησίαν νὰ τὸν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρὶς νὰ σταθῇ καθόλου μοῦ εἶπε μὲ μίαν πικρίαν ἀπολύτως τραγικήν...
- Ἄφησέ με! Πηγαίνω νὰ προφθάσω τὸν Ἥλιον πρὶν δύσῃ. Εἶναι ἕνας μήνας ποὺ ἔχω νὰ τὸν ἰδῶ. Καὶ ποτὲ δὲν τὸν προφθαίνω.
Καὶ ἔτρεχε ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἐκρύπτετο ἤδη ὀπίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Σαλαμῖνος. Κλεισμένος ἕως τὸ δειλινὸν μέσα εἰς τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τὸ γραφεῖόν του, δὲν εὕρισκε πλέον τὸν Ἥλιον εἰς τὰς Ἀθήνας. Κι ἔτρεχε νὰ τὸν προφθάσῃ εἰς τὸν ἀνοικτὸν ὁρίζοντα, νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, νὰ τὸν χαιρετίσῃ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μακρινοῦ βουνοῦ. Καὶ ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, χωρὶς νὰ τὸν προφτάνῃ».
Ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει τη φύση αφενός ως δημιούργημα και αποκάλυψη του Θεού και αφετέρου ως παγανιστικό και αισθησιακό αντικείμενο. Ακόμη και ο έρωτας καταγράφεται ως εκδήλωση της παντοδύναμης φύσης και παραβάλλεται πολλές φορές με την ορμή των φυσικών στοιχείων. Ο Παπαδιαμάντης ανασυσταίνει την αρμονία του κόσμου μέσα από το «δικό του» φυσικό τοπίο που διαμορφώνει στα διηγήματά του. Μέσα από τις περιγραφές της φύσης ο Παπαδιαμάντης μας αποδεικνύει πως ο κόσμος είναι αντινομικός. «Ειδωλολατρικός και χριστιανικός συνάμα, αγαθός και δαιμονικός, ερωτικός και σεμνότυφος, μειλίχιος και βίαιος» .

Ας θυμηθούμε τη σχέση του ήρωα με τη φύση στο «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» και πως αυτή προσδιορίζει και διαμορφώνει το ερωτικό στοιχείο του έργου:

Η περιγραφή της Μοσχούλας, λυρική και εξιδανικευμένη «καταγράφει» το ερωτικό ίνδαλμα του νεαρού βοσκού ως ονειρώδες, δίνοντας στον αναγνώστη ένα δείγμα της ποιητικής γραφής του Παπαδιαμάντη. Αυτή η εξιδανικευμένη, λυρική περιγραφή «ταιριάζει» με την αθωότητα και την αγνότητα της ψυχής του νεαρού βοσκού, ο οποίος ζει ευτυχισμένος μέσα σε έναν αντίστοιχα ονειρώδη χώρο του : ένα φυσικό περιβάλλοντα χώρο που μας θυμίζει τον Παράδεισο και δίνει στον άνθρωπο αρμονία και αυτάρκεια. Η ενότητα ανθρώπου – φύσης καταγράφεται με την επιμονή του βοσκού να δηλώνει ευτυχής στη «φυσική» ζωή του· εκεί ένιωθε αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου, της φύσης αλλά συγχρόνως ένιωθε πως όλα αυτά του «ανήκουν»· μια αμφίδρομη σχέση με τη φύση που χαρακτήριζε τον προπτωτικό άνθρωπο, ευρισκόμενος σε μια εκστασιακή σχέση μαζί της. Αυτή η συναισθηματική ταύτιση – ενότητα έχει ως έκφρασή της την αγάπη του νεαρού βοσκού για όλα όσα το σύμπαν περιλαμβάνει: δέντρα, ακρογιαλιές, θάλασσες, ζώα (βλέπε Μοσχούλα – κατσίκα), κορίτσι. Ο έρωτας του για τη Μοσχούλα θα μείνει ανολοκληρώτος για να του υπενθυμίζει τη χαμένη αθωότητα της φυσικής ζωής, μέσα στην αλλοτρίωση του σύγχρονου βίου. Ο νεαρός βοσκός βιώνοντας την απόλυτη ευτυχία και αυτάρκεια μέσα στη φύση, φυσικό είναι να μπορεί να νιώσει ένα τόσο αγνό και εξιδανικευμένο συναίσθημα, όπως ο Έρωτας του για τη Μοσχούλα. Την αγαπά και τη θαυμάζει, αφού ασυνείδητα την έχει «εντάξει» στο εξιδανικευμένο φυσικό τοπίο (στο οποίο άλλωστε αφιέρωσε και το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος). Αυτή η συνάρτηση διαφαίνεται και από τη γλωσσική αποτύπωση της περιγραφής όπου η ομορφιά της κόρης συνυφαίνεται με τα φυσικά στοιχεία (΄μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης» «εμάντευα το στέρνον της … της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης» «Όνειρο εις το κύμα".)
Έτσι ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη ενώ ξεκινά από αγνός, άδολος, «χριστιανικός», εξιδανικευμένος (προς τη Μοσχούλα) - με όλες τις ηθικές αναστολές που η χριστιανική εξιδανίκευση υπαγορεύει - καταλήγει στη φύση , η οποία συμπλέκεται με τον άνθρωπο. Τελικά η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική αλλά και ηθική: Η φύση «καθορίζει» την ανθρώπινη συμπεριφορά και υποδεικνύει αισθήματα, όπως τον Έρωτα για τη Μοσχούλα (που εξιδανικεύεται μέσα στο ονειρώδες τοπίο όπου αυτή κολυμπά).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ

* Τα διηγήματα του έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή συνδέονται με τις περιπέ­τειες της οικογένειας του. Σε όλα συμμετέχει ο συγγραφέας ως αφη­γητής και σε ορισμένα μάλιστα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου. Τα διηγήματα Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έχουν υπόθεση οικογενειακή και τοπικό πλαίσια τη Βιζύη της Θράκης και την Κωνσταντινούπολη.


* Η παραστατική δύναμη με την οποία ζωγραφίζει το τοπίο, σε σχέση με το ανθρώπινο δράμα πάντοτε, με τρόπο ώστε να δίνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο μύθο, αποκαλύπτουν την ποιητική ευαισθησία και τις ρομαντικές καταβολές της πεζογραφίας του. Ας μην ξεχνάμε ότι προηγήθηκε η ποιητική του δημιουργία.


* «Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· δια τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήκτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν» (Κωστής Παλαμάς).


* Κύριο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του είναι το αφηγημα­τικό πλάτος. Η παρατήρηση του Παλαμά ότι τα διηγήματα του «μι­κρόν τι υπολείπονται όπως αναπτυχθώσι εις μυθιστορήματα», είναι σωστή. Οι περιπέτειες, η περίτεχνη πλοκή, οι εντάσεις και οι απροσδόκητες εξελίξεις, σε συνδυασμό με το δραματικό περιεχόμενο, είναι αρετές που ταιριάζουν σ' ένα καλό μυθιστοριογράφο. Οι περιγραφές του συχνά συναγωνίζονται την εικονική πληρότητα και την εσωτερικότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη.

* Ο ανθρωπισμός του Βιζυηνού φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο δίνει τον πάσχοντα ήρωα του. Κεντρική θέση στο έργο του έχει το πρόσωπο της μητέρας. Η μητέρα του, η Δεσποινιώ του Μαχαλιέσσα, είναι το κεντρικό πρόσωπο στο διήγημα Το αμάρτημα της μη­τρός μου και ένα από τα κύρια πρόσωπα στο Ποίος ήτον ο φονεύς τον αδελφού μου. Ο Βιζυηνός έχει την ικανότητα να διαγράφει αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους, επιμένοντας πολύ στη λεπτομερεια­κή απόδοση των ψυχικών τους καταστάσεων. Οι ήρωες του ιδωμένοι με αγάπη, έχουν μια ειδική ευαισθησία, είναι ήρωες παθητικοί. Μοι­ραία θύματα της ιδιοτυπίας του ψυχικού τους κόσμου, αντιδρούν νο­σηρά στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και οδηγούνται στην κα­ταστροφή.

Η πεζογραφία του, ψυχολογική κατά βάθος και ψυχογραφική, παρ’ όλα τα ηθογραφικά και λαογραφικά της στοιχεία, παρουσιάζεται υποταγμένη αρμονικά στις απαιτήσεις της πλοκής και του μύθου. Αυτά τα δύο αποτελούν τον κύριο μοχλό που προκαλεί και οξύνει τις ψυχολογικές καταστάσεις και συχνά οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων, όπως παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.



* Η ηθογραφία του


Εμφανίζεται σε μια εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα, με τον Νικόλαο Πολίτη, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη και οι πεζογράφοι είχαν στραφεί προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή των ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού. Έτσι, καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Σε αντίθεση με το παλιό ιστορικό μυθιστόρημα, το γεμάτο από υπερβολές, φανταχτερές περιπέτειες, πληθωρικές αναδρομές στο χώρο και το χρόνο, η νέα πεζογραφική γενιά και μαζί τους ο Γ. Βιζυηνός -στην πρώτη γραμμή- οικοδομεί τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου (το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα) με μια απλή, ίσως, απλοϊκή, καθημερινή θρακιώτικη προπάντων θεματογραφία. Οι ήρωες του είναι οι δικοί του: η μητέρα του, ο παππούς του, οι στενοί του γνώριμοι, ο ίδιος του ο εαυτός. Με την τέχνη του, όμως, αποκτούν μια καθολικότητα και γίνονται σύμβολα, διευρύνονται στη σκέψη των αναγνωστών και από θρακιώτικα πρόσωπα και πράγματα γίνονται πανανθρώπινα.
Όλα τα ηθογραφικά στοιχεία του έργου του εντάσσονται τόσο φυσι­κά στην αφήγηση του, ώστε ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι τί­ποτε δεν είναι προγραμματισμένο. Συναιρεί με τέχνη έναν εξιδανι­κευμένο ρομαντισμό (πρέπει να έχει τις ρίζες του στην παράδοση της Α' Αθηναϊκής Σχολής, αλλά είχε εκλεπτυνθεί από τη μελέτη της γερμανικής ποίησης), με τα ηθογραφικά στοιχεία και τα ψυχολογικά ενδιαφέρον­τα.

* Η γλώσσα

Ο Bιζυηνός ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Το ταλέντο του είχε ωριμάσει με τις ειδικές σπουδές στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη μελέτη των Γερμανών καλλιτεχνών .Ασχολήθηκε με τη μελέτη της θεωρίας του ωραίου του Πλωτίνου, γεγονός που τον επηρέασε ακόμη και στις γλωσσικές του επιλογές: δείχνει μια ιδιαίτερη επιμέλεια στη χρησιμοποίηση του εκφραστικού οργάνου. Η καθαρεύουσα του φτάνει σε ωραία εκφραστικά επιτεύγματα. Αλλά και όταν χρησιμοποιεί τη δημοτική, για να δώσει ρεαλιστικά τους ανθρώπινους τύπους, η γλώσσα έχει υποστεί μια ιδιαίτερη καλλιτε­χνική επεξεργασία
“Η γλώσσα του αποπνέει μια ζεστασιά ζωής”, αναφέρει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. “Η καθαρεύουσα του είναι προσωπική, σαν του Παπαδιαμάντη. Όντας άτομο προικισμένο με εσωτερικές δυνάμεις και έχοντας μέσα του μια αγάπη παθιασμένη για το θρακικό χώμα και τους ανθρώπους του, ο Βιζυηνός κατάφερε να διεισδύσει περισσότερο στο εσωτερικό της ψυχής τους, όπως της μάνας του, της Δεσποινιώς. Κάθε έργο τέχνης είναι μια κιβωτός που μεταφέρει ένα απόσπασμα ζωής από τον πλανήτη μας. Η κιβωτός του Βιζυηνού μεταφέρει τη Βιζύη και τις πρώτες του εμπειρίες από αυτή που είχαν γίνει μέρος της ψυχής του. Ο εγχάρακτος στο χρόνο λόγος του, δηλαδή, έγινε με την καταγραφή αυτών που είδε, άκουσε και έζησε σαν παιδί, αυτών που πέρασαν μέσα στο αίμα του. Ο Βιζυηνός επαλήθευσε με την εσωτερική του ανθρώπινη αυτονομία την ύπαρξη της ελληνικής ρίζας που, παρά τις εναντιώσεις των καιρών, ανθοβολεί συχνά εκεί που δεν το περιμένει κανείς”.

Βιβλιογραφία
Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα, 1980.

Απ. Σαχίνης, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Εστία, 1973, σσ.120-186.

Ελληνική Δημιουργία (Αφιέρωμα) τ. 40, 1949.

Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Βιζυηνός, στα Άπαντα, τ. 8ος, Γκοβόστης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ''ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ''

Ακολουθεί συνοπτική ανάλυση του διηγήματος ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ, βασισμένη στη παρουσίαση που έκανε η κ. Αγάθη Γεωργιάδου σε σεμινάριο Φιλολόγων στη Πάτρα το Δεκέμβριο του 2006

Το αμάρτημα της μητρός μου

Βασικό θέμα: ο θάνατος.
Δομικός άξονας : η ασθένεια της Αννιώς και οι μάταιες προσπάθειες της μητέρας να τη σώσει, για να εξιλεωθεί από μια κρυφή αμαρτία.
Θεματικός πυρήνας : το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επίδραση που είχε στον ψυχισμό του αφηγητή .

Το βιωματικό υλικό
• Τα οικογενειακά ονόματα (Δεσποινιώ Μηχαλιέσα, Αννιώ, Γιωργής, Μιχαλιός, Χρηστάκης)
• Ο θάνατος του πατέρα και της Αννιώς
• Η παραμονή του αφηγητή στην Πόλη
• Το ταξίδι του στην Κύπρο
• Η δεύτερη μετάβασή του στην Πόλη

Η αφηγηματική προοπτική
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η δομή είναι κυκλική, όπως και σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού: αναπτύσσεται γύρω από ένα αίνιγμα που προτείνεται στον τίτλο και το οποίο λύνεται στο τέλος (π.χ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου) κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι τέλους.

Η ιδιοτυπία της αφήγησης
Σύμφωνα με την κλασική αφηγηματική πλοκή, ο μύθος ακολουθεί τρία στάδια:
• τη δέση
• την κορύφωση
• τη λύση
Στο συγκεκριμένο διήγημα δεν έχουμε μονοκεντρισμό της πλοκής, αλλά έκταση της αφήγησης σε περισσότερα του ενός επεισόδια. Με την επιλογή της τεχνικής της απόκρυψης, η δέση-κορύφωση-λύση συμπυκνώνονται στην εξομολόγηση της μάνας.


Η ιδιοτυπία της πλοκής
Συγκεκριμένα, η πλοκή του διηγήματος συνδυάζει τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και τις μεταβλητές οπτικές γωνίες (του παιδιού-αφηγητή, του ενήλικου-αφηγητή και της μάνας) και θεμελιώνεται σε αντιθετικά μοτίβα:
• της πλάνης και αυταπάτης
• της διπλής αλήθειας
• της διπλής πραγματικότητας
• της αμφισημίας και της σχετικότητας

Η ιδιότυπη εστίαση


Σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη πλοκή η εστίαση είναι αναγκαστικά εσωτερική. Η αφήγηση δίνεται από την οπτική γωνία ενός παιδιού που σταδιακά μεταβάλλεται (μεταβλητή εστίαση). Κάποιες στιγμές όμως ο αφηγητής-παιδί φαίνεται να γνωρίζει τα συναισθήματα και τα κίνητρα των υπολοίπων προσώπων. Κι ενώ η εσωτερική εστίαση επιβάλλει περιορισμένη γνώση, σε σχέση με το λαογραφικό υλικό ο αφηγητής έχει στάση παντογνώστη, αφού επεμβαίνει για να επεξηγήσει και να σχολιάσει έθιμα και λαϊκές δοξασίες, δηλώνοντας ότι γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλο αφηγηματικό πρόσωπο. Η εσωτερική οπτική γωνία του αφηγητή διευρύνεται επίσης με την αναφορά σε εξωτερικά συμβάντα στα οποία ο αφηγητής δεν είχε προσωπική συμμετοχή, είχαν όμως άμεση σχέση με αυτόν.

Η οπτική γωνία

Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι περιορισμένη. Σ’ αντίθεση με της μητέρας του, που παραμένει αμετάβλητη, η δική του ωριμάζει. Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο· τα υπόλοιπα αποτελούν απλά σημεία αναφοράς (δυαδική αφηγηματική δομή / δυαδική οπτική γωνία αφηγητή).
Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει την πλοκή είναι πρωτότυπος. Παρουσιάζει στην ουσία μια ιστορία, της οποίας το νήμα ξετυλίγεται από δύο διαφορετικά χρονικά σημεία και από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, στο τέλος όμως τα δύο νήματα συνυφαίνονται. Είναι η ιστορία της οικογένειας του αφηγητή, που την παρακολουθούμε στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος από την οπτική γωνία του Γιωργή, ενώ το τελευταίο τμήμα παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της μητέρας. Οι δύο αφηγητές έχουν διαφορετική χρονική αφετηρία. Ο Γιωργής ξεκινά από την ασθένεια της αδελφής του και φτάνει στην εξομολόγηση της μητέρας και η μητέρα αρχίζει την ιστορία της λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Γιωργή και καταλήγει στο ίδιο σημείο, παρακάμπτοντας όσα ήδη ειπώθηκαν.


Αφηγηματικά μοτίβα

Σημαντικοί συντελεστές πλοκής είναι και τα αφηγηματικά μοτίβα του διηγήματος:
1)Η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς(Το μοτίβο της επιδείνωσης)
Η συνεχής επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς αποτελεί σταθερό αφηγηματικό μοτίβο μέσω του οποίου εξελίσσεται η πλοκή και περιγράφεται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της μητέρας. Η φράση επαναλαμβάνεται με διάφορες παραλλαγές.
Το μοτίβο είναι σημαντικό:
• από άποψη τεχνικής γιατί συντελεί στη χρονική μετάβαση στην επόμενη φάση της ασθένειας.
• από πλευράς περιεχομένου τονίζει την εντατικοποίηση των φροντίδων της μητέρας και την αυξανόμενη αδιαφορία της προς τα αγόρια.


2) Το μοτίβο της στέρησης της μητρικής στοργής
Η ψυχολογία αναφέρει ότι είναι τραυματική εμπειρία για ένα παιδί ο πρόωρος ή απότομος απογαλακτισμός και μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί σύνδρομο αποστέρησης. Ίσως, πράγματι, ο αφηγητής να μην μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από το σύνδρομο αυτό, το οποίο, σε συσχετισμό με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που πιθανόν είχε, τον έκανε να υποφέρει βαθιά. Απόδειξη αυτού είναι το ότι δεν ένιωθε ζήλια για τη συμπεριφορά του πατέρα του προς την Αννιώ, παρόλο που και αυτός την είχε «μη στάξη και την βρέξη». Η αγάπη και των δύο γονέων ήταν βέβαια δεδομένη, άσχετα με το αν την ένιωθε ο Γιωργής ή όχι. Η ίδια η μητέρα τονίζει την αγάπη της στο Γιωργή (την απέδειξε άλλωστε και με την πράξη αυτοθυσίας της) και αναφέρει ότι ράγιζε η καρδιά της που τον έβλεπε να μαραίνεται από τη ζήλια.

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Η ιστορία της μητέρας έχει το ίδιο σημείο αφετηρίας όπως και το διήγημα, ξεκινάει δηλαδή με την Αννιώ. Η μητέρα αφηγείται τη δραματική της ιστορία, που αποτελεί μια μακροσκελή ανάληψη (αναδρομική αφήγηση) και μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εγκιβωτισμένη αφήγηση), με χρονική αφετηρία την περίοδο πριν από τη γέννηση της Αννιώς. Έτσι, μεταβαίνουμε σε ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης, το μεταδιηγητικό
.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

• Στο διήγημα ξεχωρίζει η απαράμιλλη αφηγηματική δύναμη, η περιγραφική δεξιοτεχνία και η ψυχογραφική δύναμη με την οποία ο συγγραφέας διεισδύει στην παιδική ψυχή.
• Η αφήγηση εναλλάσσεται με το διάλογο, ενώ οι περιγραφές είναι περιορισμένες και οργανικά ενταγμένες στην αφήγηση. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποια σημεία μετατρέπεται σε εσωτερικό μονόλογο. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σχόλια για τα ήθη και έθιμα της εποχής και αποδίδονται σε ελεύθερο πλάγιο λόγο οι σκέψεις άλλων.

Το τέλος της αφήγησης

Με την εξομολόγηση της μητέρας, θεματικά, ολοκληρώνεται η ιστορία και λύνεται το αίνιγμα του τίτλου. Συναισθηματικά, η μητέρα εξιλεώνεται στην ψυχή του αναγνώστη τόσο ως προς τη στέρηση αγάπης προς το γιο όσο και ως προς την αμαρτία της. Το αμάρτημά της μπορεί να ήταν μεγάλο, αφού κατέληξε σε παιδοκτονία, το πλήρωσε όμως ακριβά με την ηθική της δοκιμασία.

Η μυστηριώδης, αινιγματική πλοκή, η περίπλοκη αφηγηματική προοπτική, οι πολλαπλές αντιθέσεις (αλήθεια/πλάνη, άγνοια/γνώση, φως/σκότος κτλ.), η ρεαλιστική αφήγηση, οι ψυχογραφικές εμβαθύνσεις είναι μόνο μερικές από τις ιδιότυπες αφηγηματικές τεχνικές του Βιζυηνού που τον καθιστούν πρωτοποριακό διηγηματογράφο.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ)

«ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» Αλ. Παπαδιαμάντης

(επιμέλεια Κώστας Μακρής)

Ομωνυμία κοριτσιού και κατσίκας

Η ομωνυμία (δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα) κοριτσιού και κατσίκας περιπλέκει τη σχετικά απλή υπόθεση του διηγήματος. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα (δηλ. ο ήρωας «βαφτίζει» την κατσίκα με το όνομα της κοπέλας) και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, οδηγεί σε μια – κατά κάποιο τρόπο- συνωνυμία: η Μοσχούλα- κόρη και η Μοσχούλα- κατσίκα συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και η μια υποκαθιστά την άλλη. Υποκατάσταση: επειδή γι’ αυτόν η Μοσχούλα- κόρη αποτελεί «άπιαστο» όνειρο, την υποκαθιστά με την κατσίκα που γίνεται όμως δέκτης της αγάπης, της στοργής και της φροντίδας του. Η απώλεια της κατσίκας, στην αρχή του διηγήματος, γίνεται αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων: πίσω από τα λόγια της Μοσχούλας κρύβεται η πρόκληση και η γυναικεία πονηριά, ενώ τα λόγια του βοσκού δηλώνουν μια καλυμμένη ερωτική επιθυμία, επιθυμία που δεν εξωτερικεύεται – τουλάχιστον στην αρχή – λόγω του εγωισμού αλλά και της εφηβικής αμηχανίας και αιδημοσύνης του νέου. Η υποκατάσταση όμως είναι ανέφικτη, αφού, μάλλον, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί σε αντικατάσταση που γίνεται όλο και πιο επίπονη μιας και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της επιλογής.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του αφηγητή με τη φύση;

Η σχέση που αναπτύσσει ο αφηγητής με τη φύση είναι ρομαντικής υφής, η φύση δηλαδή δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου, συμβόλου ελευθερίας και ευτυχίας, αγνότητας και καλοσύνης. Ο αφηγητής όταν ήταν ακόμη «φυσικός» άνθρωπος, προτού αλλοιωθεί από τις συμβάσεις της οργανω- μένης κοινωνίας, ένιωθε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει (τότε τουλάχιστον) το γιατί, ευτυχισμένος και πλήρης («χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής»). Θα λέγαμε πως ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να ταυτιστεί, να ενωθεί με το φυσικό κόσμο («εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ οι αγριελαίαι» «ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού»). Η ταύτιση, η «ερωτική» ένωση με τη φύση δηλώνεται εμφαντικά με την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον…ήτον ιδικόν μου…η ακτή μου…όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου, ο βράχος ο δικός μου… , τα βουνά μου»). Στα παραπάνω παραδείγματα η κτητική αντωνυμία δε δηλώνει κτήση, αλλά περιγράφει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου, επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ήρωα με τη φύση, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος. Η συναισθηματική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και της φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνυποδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου-ήρωα ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Με λίγα λόγια βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον (ουτοπικό / ρομαντικό) που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο (αγροφύλακες) και ύστερα με την ιδιοκτησία (κτήμα του κυρ Μόσχου). Ο νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου, η περίπτωση του κυρ Μόσχου συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία, ενώ η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον».

Το θέμα του σκοινιού.

Η ευκαιριακή και στιγμιαία επαφή του βοσκού με το αγαπημένο σώμα της Μοσχούλας , που για χρόνια μετά ταλαιπωρεί τη μνήμη του, έχει για το νεαρό βοσκό και το τίμημά της. Η αγαπημένη του κατσίκα, όσο αυτός βρισκόταν στη θάλασσα, πνίγηκε με το σκοινί που ήταν δεμένη. Το σκοινί αυτό σαν μίτος της Αριάδνης μοιάζει να διαπερνά όλη την ιστορία, δηλαδή το σκοινί ως περιορισμός, ως καταναγκασμός και ως όριο ελευθερίας επανέρχεται τουλάχιστον τρεις φορές στο ίδιο διήγημα. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον εαυτό του με τη μίζερη ζωή που διάγει ως υπάλληλος στην Αθήνα, σαν σκυλί δεμένο με κοντό σκοινί στην αυλή του αφέντη του που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τη μικρή ακτίνα που διαγράφει το σκοινί.

Γλώσσα και ύφος του διηγήματος

Η χρήση της γλώσσας διαμορφώνει και το ύφος του διηγήματος, που χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα, την ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη φυσικότητα, τη ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την αληθοφάνεια και την πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούμορ και την ειρωνεία. Αφηγηματική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά και ποιητική ατμόσφαιρα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ύφους στο συγκεκριμένο διήγημα.

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράμα καθαρεύουσας-εκκλησιαστικής (στα κείμενά του υπάρχουν ακόμη και αυτούσια εκκλησιαστικά ρητά) δημοτικής και ιδιωματισμών (της Σκιάθου). Οι διάφορες γλωσσικές μορφές πάντως δε χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, αλλά παρουσιάζουν αναβαθμούς: α) στις περιγραφές και τις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αμιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη λογοτεχνική παράδοση και εκκλησιαστική).

β) στην αφήγηση χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής (προσωπικό ύφος).

γ) στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωτογραφικά η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα μαζί με ιδιωματισμούς (αίσθημα προφορικού λόγου, φυσικότητα διαλόγων).

Αξιοσημείωτα είναι ακόμα:

1. ο γλωσσικός πλούτος των διηγημάτων με αθησαύριστες ή επινοημένες λέξεις

2. η περίεργη τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό

3. το αίσθημα της ακριβολογίας (κυρίως με τη χρήση της καθαρεύουσας)

4. η επίδραση των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής γλώσσας.

Βασικοί όροι

Bασικοί όροι για την προετοιμασία για το μάθημα της Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης

Διήγημα
Πεζό λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο με μικρή (σχετικά προς το μυθιστόρημα) έκταση και με ολοκληρωμένη υπόθεση, η οποία είναι πλαστή ή εμπνευσμένη από την πραγματικότητα. Στο διήγημα υπάρχει ενότητα υπόθεσης, τόπου και χρόνου: η υπόθεση τοποθετείται σε συγκεκριμένο τόπο και περιορισμένα χρονικά πλαίσια, ενώ περιστρέφεται γύρω από έ ν α κύριο γεγονός, στο οποίο πρωταγωνιστεί έ ν α κεντρικό πρόσωπο, ο ήρωας του διηγήματος. Ενδέχεται όμως να υπάρχουν και δευτερεύοντα γεγονότα ή πρόσωπα.
Τα είδη του διηγήματος είναι τα ίδια με εκείνα του μυθιστορήματος, μόνο που εδώ κυριαρχεί, ιδιαίτερα στη Γενιά του 1880, το ηθογραφικό διήγημα και από άποψη τεχνοτροπίας το ρεαλιστικό.
Διηγήματα έγραψαν πάρα πολλοί λογοτέχνες: Γ. Βιζυηνός, Α. Εφταλιώτης, Α. Παπαδιαμάντης, Δ. Βουτυράς, Ι. Κονδυλάκης, Α. Καρκαβίτσας, Γ. Βλαχογιάννης, Γ. Ξενόπουλος, Σ. Μυριβήλης, Η. Βενέζης, Ά. Τερζάκης, Μ. Λουντέμης, Γ. Ιωάννου κ.ά.

Ρεαλισμός
Ο ρεαλισμός ως λογοτεχνική τεχνοτροπία δηλώνει την τάση ορισμένων συγγραφέων να απεικονίζουν πιστά την πραγματικότητα. Ωστόσο, τα πραγματικά γεγονότα δεν μεταφέρονται αυτούσια, αλλά μετασχηματίζονται από τον δημιουργό του λογοτεχνικού έργου. Ο ρεαλιστής πεζογράφος δεν επιδιώκει να μας δώσει μια φωτογραφική αναπαράσταση της ζωής, αλλά κάποια άποψή της με πληρότητα, ζωντάνια και πειστικότητα. Ενδιαφέρεται για τις καθημερινές πράξεις και τα καθημερινά επεισόδια, ενώ αντιμετωπίζει κριτικά τις συμβατικές αξίες και τοποθετεί τους ήρωές του στα θύματα της κοινωνίας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεαλισμού:
1. δείχνει μια τάση προς την αντικειμενικότητα
2. αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους
3. παρουσιάζει κοινές εμπειρίες
4. επιλέγει κοινά θέματα.
5. τηρεί κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία.
ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 Εγκιβωτισμός. Η παρεμβολή μιας αφήγησης στο εσωτερικό άλλης, ευρύτερης: διακόπτεται δηλαδή μια αφήγηση, παρεμβάλλεται μια άλλη και μετά την ολοκλήρωσή της συνεχίζεται αυτή που είχε διακοπεί.
 Εκφραστικά μέσα. Τα γλωσσικά κυρίως μέσα (λεξιλόγιο, σύνταξη, σχήματα λόγου) που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, για να εξωτερικεύσει με όσο γίνεται πιο παραστατικό και ενδιαφέροντα τρόπο τις σκέψεις του (εκφραστικά μέσα χαρακτηρίζονται και πολλά στοιχεία τεχνικής, όπως η εικόνα, ο διάλογος κ.ά).
 Λυρισμός. Η εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του λογοτέχνη, ιδιαίτερα του ποιητή (των σκέψεων και των απόψεών του, των βιωμάτων και των συναισθημάτων του), με τη χρήση μάλιστα πλούσιων και εντυπωσιακών εκφραστικών μέσων (εικόνων, σχημάτων λόγου κ.ά.).

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Οι τρόποι με τους οποίους γίνεται η αφήγηση (βλ. και αφηγητής) είναι οι ακόλουθοι:
α. Δ ι ή γ η σ η. Στη διήγηση αφηγείται ο πεζογράφος σε γ΄ πρόσωπο (απρόσωπα, χωρίς να μετέχει στα γεγονότα), ενώ τα λόγια των ηρώων τα αναφέρει σε πλάγιο λόγο και όχι αυτολεξεί (έμμεση αφήγηση).
β. Μ ί μ η σ η. Στη μίμηση αφηγείται ένα από τα πρόσωπα του έργου (πρόσωπο φανταστικό, πλαστό, επινοημένο από τον συγγραφέα ή ο ίδιος ο συγγραφέας, που παρουσιάζεται να μετέχει στα γεγονότα) σε α΄ πρόσωπο, χωρίς να αποκλείεται και το γ΄ πρόσωπο (άμεση αφήγηση).
γ. Μ ι κ τ ό ς τ ρ ό π ο ς αφήγησης. Στον μικτό τρόπο υπάρχει συνδυασμός αφήγησης και διαλόγου˙ έχουμε δηλαδή διήγηση ή μίμηση με την παρεμβολή προσώπων (ηρώων) του έργου, τα οποία διαλέγονται μεταξύ τους. Αυτός είναι ο πιο συχνός αφηγηματικός τρόπος.

• Ο λόγος του αφηγητή δίνεται και με άλλους τρόπους (περιγραφή – εικόνα, σχόλιο, παράδειγμα, αλληγορία, μονόλογος, σκέψεις προσώπων, μείξη).
• Αφηγηματικός τρόπος θεωρείται και ο καθαρός διάλογος, από τον οποίο απουσιάζει ολότελα ο αφηγητής. Αυτή η καθαρά θεατρική τεχνική χρησιμοποιείται σπανιότατα και στο διήγημα.
• Άλλα αφηγηματικά μέσα είναι η εναλλαγή των αφηγητών, οι συνεντεύξεις, οι επιστολές, τα ημερολόγια, κ.α.

 Αφήγηση (λογοτεχνική). Η γραπτή παρουσίαση της ιστορίας, δηλαδή μιας σειράς γεγονότων (του συνόλου γεγονότων) που συνιστούν την υπόθεση ενός αφηγηματικού κειμένου (το περιεχόμενο, τον μύθο γύρω από τον οποίο πλέκεται αυτό)˙ αυτή η παρουσίαση γίνεται με κάποια ιδιαίτερη σειρά και τεχνική (πλοκή).

►Τα συμβάντα της ιστορίας ξετυλίχτηκαν σε ένα μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, αλλά παρουσιάζονται από τον αφηγητή μέσα σε ένα άλλο, συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Έτσι,
1. ο χ ρ ό ν ο ς τ ω ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν (ή ο χρόνος της ιστορίας, της δράσης) είναι το τμήμα του φυσικού χρόνου μέσα στο οποίο ξετυλίχτηκαν τα γεγονότα της ιστορίας με κάποια φυσική σειρά, διάρκεια και αλληλουχία, ενώ,
2. ο χ ρ ό ν ο ς τ η ς α φ ή γ η σ η ς (ο αφηγηματικός χρόνος, ο χρόνος του μύθου) είναι ένα άλλο χρονικό τμήμα: εκείνο που οριοθετείται από την έναρξη και το τέλος της αφήγησης και μέσα στο οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα με κάποια τεχνική: ο χρόνος της ιστορίας παρουσιάζεται στην αφήγηση με διάφορους τρόπους και επιλεκτικά κατά τμήματα˙ έτσι ο χρόνος της αφήγησης κατά κανόνα δεν συμπίπτει με εκείνον της ιστορίας˙ εξάλλου, τα γεγονότα παρουσιάζονται στην αφήγηση συνήθως με διαφορετική χρονική σειρά, διάρκεια και συχνότητα από εκείνη με την οποία διαδραματίστηκαν στην ιστορία: άλλοτε αναφέρονται αναδρομικά, άλλοτε συμπυκνωμένα, ενώ μερικά ενδέχεται και να παραλείπονται.

- Σχετικός με τον χρόνο της αφήγησης είναι:
3. Ο ρ υ θ μ ό ς τ η ς α φ ή γ η σ η ς (γρήγορος ή αργός), που τον καθορίζουν:
α. Η χ ρ ο ν ι κ ή σ ε ι ρ ά: η σειρά με την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα ο αφηγητής σπάνια ταυτίζεται με τη φυσική τους σειρά, με την οποία διαδραματίστηκαν στην ιστορία˙ ενώ, δηλαδή, τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν το ένα μετά το άλλο σε μια χρονική ακολουθία, ο αφηγητής παραβιάζει αυτήν τη φυσική διαδοχή τους. Έτσι, μπορεί η αφήγηση να αρχίζει από τα μισά της ιστορίας και να συμπληρώνει τον χρόνο που προηγήθηκε με αναδρομές, παρεμβάσεις κλπ. Με αυτήν την παραβίαση της σειράς προκύπτουν οι λεγόμενες αναχρονίες, δηλαδή:
 ο ι α ν α δ ρ ο μ ι κ έ ς α φ η γ ή σ ε ι ς ή αναδρομές ή αναλήψεις (flash back), που περιλαμβάνουν γεγονότα προγενέστερα από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρίσκεται ο αφηγητής, και
 ο ι π ρ ό δ ρ ο μ ε ς α φ η γ ή σ ε ι ς ή προλήψεις, που αναφέρονται εκ των προτέρων σε γεγονότα που θα συμβούν αργότερα.
Η χρονική σειρά μπορεί επίσης να είναι ομαλή – γραμμική, in medias res, αντίστροφη, με εγκιβωτισμούς, με παρεκβάσεις, με προοικονομία, με προσήμανση (ή προϊδεασμό) ˙
β. Η χ ρ ο ν ι κ ή δ ι ά ρ κ ε ι α: ο χρόνος της αφήγησης έχει συνήθως μικρότερη διάρκεια από τον χρόνο της ιστορίας, ο οποίος μπορεί να διαρκεί μέρες, μήνες, χρόνια˙ όμως ο αφηγητής άλλα γεγονότα τα συμπυκνώνει σε μικρό χρονικό τμήμα και άλλοτε επιμηκύνει το χρόνο˙ η συμπύκνωση αυτή και το άπλωμα πετυχαίνονται με την έλλειψη (αφηγηματικό κενό), τη σύνοψη, την επιβράδυνση, την παύση˙
γ. Η χ ρ ο ν ι κ ή σ υ χ ν ό τ η τ α: ενώ ένα γεγονός της ιστορίας συμβαίνει μόνο μία φορά, στην αφήγηση ενδέχεται να παρουσιάζεται περισσότερες, αφηγημένο κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο˙ τη χρονική συχνότητα την καθορίζουν οι επαναλήψεις, οι παραλληλίες, κ.α.
 Αφηγητής. Το πρόσωπο που αφηγείται την «ιστορία» σε ένα πεζογράφημα (σπανιότερα σε ένα ποίημα). Ο αφηγητής:
1. ε ί ν α ι α μ έ τ ο χ ο ς σ τ η ν ι σ τ ο ρ ί α (αφήγηση με μηδενική εστίαση) και την αφηγείται σε γ΄ρηματικό πρόσωπο (διήγηση ή έμμεση αφήγηση βλ. αφηγηματικοί τρόποι). Δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά είναι πρόσωπο πλαστό (το επινοεί ο συγγραφέας για να πει την «ιστορία») και έχει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Ο αμέτοχος αυτός αφηγητής:
α. βλέπει είτε μέσα από όλα τα πρόσωπα (είναι ο «παντογνώστης» παρατηρητής) είτε μέσα από το βασικό ή από ένα δευτερεύον πρόσωπο˙ παρατηρεί και καταγράφει τα πάντα: αυτά που κάνουν ή λένε οι ήρωες, ακόμα και όσα σκέφτονται ή σχεδιάζουν˙ μερικές φορές μάλιστα κάνει και σχόλια˙
β. είναι αντικειμενικός παρατηρητής, αποστασιοποιημένος από την ιστορία, και δεν βλέπει μέσα από κανένα πρόσωπο˙ δεν σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα, αλλά αφήνει να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα και οι πράξεις των προσώπων. Έτσι, ο αναγνώστης μένει ανεπηρέαστος και σχηματίζει τη δική του γνώμη˙
2. ε ί ν α ι δ ρ α μ α τ ο π ο ι η μ έ ν ο ς, βλέποντας από εσωτερική οπτική γωνία, από την οπτική γωνία ενός προσώπου (αφήγηση με εσωτερική εστίαση): συμμετέχει στα δρώμενα (ως βασικό ή ως δευτερεύον πρόσωπο) και αφηγείται σε α΄ πρόσωπο (μίμηση ή άμεση αφήγηση˙ βλ. αφηγηματικοί τρόποι).

Ιωάννου

Ο Δ. Μαρωνίτης για τον Γ. Ιωάννου

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης ασχολήθηκε επανειλημμένα με το έργο και τη ζωή του Γιώργου Ιωάννου. Ας παρακολουθήσουμε ορισμένα αποσπάσματα από την αρθρογραφία του:
Γιώργος Ιωάννου
Συμπληρώθηκαν είκοσι πέντε χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Γιώργου Ιωάννου, χαρισματικού αφηγητή στη ζωή και στα γραφτά του. Με πλούσιο και πολύπλευρο συγγραφικό έργο, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει, ποσοτικά και ποιοτικά, η πεζογραφική του παραγωγή (αφηγήματα, δοκίμια, ημερολόγια, φυλλάδιο, συνεντεύξεις), διαβαθμισμένη στη δωδεκαετία 1964 – 1985. Προηγήθηκαν δύο ευαίσθητες ποιητικές καταθέσεις και μεσολάβησαν έγκυρες μεταφραστικές και συλλεκτικές αποτυπώσεις – λογοτεχνικές, φιλολογικές, ιστορικές και λαογραφικές. Ως φιλόλογος εξάλλου ο Ιωάννου δίδαξε για κάποια χρόνια στη Βεγγάζη και στην Κυνουρία. H γενέθλια ωστόσο Θεσσαλονίκη (της κατοχικής και μετακατοχικής κυρίως περιόδου) σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή και το έργο του. Δίκαιη και συγκινητική επομένως η πρωτοβουλία του «Κέδρου» να τιμήσει τη μνήμη του Γιώργου Ιωάννου με τριπλή εκδήλωση την περασμένη Τετάρτη στο φιλόξενο Μπενάκειο επί της Πειραιώς.
Κυκλοφορήθηκε τη μέρα εκείνη αφιερωτικός τόμος, που τον επιμελήθηκαν ο Νάσος Βαγενάς, ο Γιάννης Κοντός και η Νινέτα Μακρυνικόλα, υπό τον τίτλο «Με τον ρυθμό της ψυχής» (έκφραση αντλημένη από κείμενο του Ιωάννου). Στο έντυπο αυτό αφιέρωμα συνεισφέρουν είκοσι εννέα ποιητές, πεζογράφοι και δοκιμιογράφοι, μοιρασμένοι στα δύο: προηγούνται συνοπτικότερες αναφορές, φορτισμένες με έντονη προσωπική συγκίνηση· έπονται διεκταμένα δοκίμια, επικυρώνοντας τον ανεπιφύλακτο έπαινο. Το βράδυ εξάλλου της ίδιας μέρας, μίλησαν ένθερμα, μπροστά σε πυκνό ακροατήριο, για τον συγγραφέα και την τέχνη του ο Παναγιώτης Μουλάς, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κωστής Γκιμοσούλης. Ενώ στην απέναντι αίθουσα του αμφιθεάτρου είχαν εκτεθεί έργα τριάντα δύο καλλιτεχνών – εικαστικά σήματα, εμπνευσμένα από το έργο και τη μορφή του Γιώργου Ιωάννου.
Είχαν, υποθέτω, τον λόγο τους οι επιμελητές του αφιερωτικού τόμου να με αποκλείσουν ευγενώς από τις συνεργατικές τους επιλογές. Προφανώς σεβάστηκαν το μένος του Ιωάννου για τις τέσσερις επιφυλακτικές επιφυλλίδες μου, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Βήμα», το καλοκαίρι του 1977. Μένος που προκάλεσε τότε την έκδοση του «Φυλλαδίου» και αποτυπώθηκε με ανυποχώρητη εμπάθεια στους θυσάνους του. Φαντάζομαι ωστόσο πως δικαιούμαι να μη συμμεριστώ, ύστερα μάλιστα από είκοσι οκτώ χρόνια, την έμπρακτη αυτή επιφύλαξη των επιμελητών του τόμου, που μαρτυρεί μια, βολική μάλλον, μέθοδο αποχής σε επίμαχες περιπτώσεις. Επειδή μάλιστα τα τεκμήρια της παραδειγματικής αυτής υπόθεσης τείνουν να ξεχαστούν και να εξαφανιστούν, προτίθεμαι να τα επαναφέρω, στο «Βήμα» πάλι, για επανάκριση, πιστεύοντας πως προσφέρω ωφέλιμη υπηρεσία στα ευάλωτα γράμματα και ήθη του τόπου μας. Προηγουμένως λίγες, βιογραφικού τύπου, αγνοούμενες λίγο – πολύ, πληροφορίες.
Γνώρισα τον Ιωάννου στη γενέθλια πόλη και συνδέθηκα φιλικά μαζί του μέσα στην Κατοχή – νωρίτερα από οποιονδήποτε συνεργάτη του αφιερωτικού τόμου. Δημοσίευσα την πρώτη, όσο ξέρω, επαινετική κριτική στη φιλολογική σελίδα της «Μεσημβρινής» για το εναρκτήριο αφηγηματικό του κατόρθωμα, το «Για ένα φιλότιμο». Οι επίμαχες επιφυλλίδες «Βήματος» (υπό τον τίτλο «Επαρχιακή Λογοτεχνία» και υπότιτλο «Ερωτήματα και Απορίες») αποτύπωσαν καλόπιστες εισηγήσεις που έγιναν στην καλλιτεχνική εταιρεία «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης και αφορούσαν το εξελισσόμενο έργο του Ιωάννου. H προσωπική του αντίδραση (προφορική και γραπτή, βίαιη και εμπαθής) παρέμεινε εκ μέρους μου αναπάντητη. Οσο ξέρω, δεν υπήρξε, από τότε ως τώρα, άλλος δημόσιος κριτικός αντίλογος στις διακριτικές και συγκριτικές εκτιμήσεις μου.
Οι τέσσερις επίμαχες επιφυλλίδες τυπώθηκαν αυτολεξεί στον εξαντλημένο, εδώ και κάμποσα χρόνια, τόμο «Πίσω Μπρος» (εκδόσεις Στιγμή, 1986, σσ. 237- 259). Αισθάνομαι ότι θα ωφελούσε η, αποσπασματική κατ’ ανάγκην, έντυπη επιστροφή τους, η οποία εγκαινιάζεται σήμερα με την τελευταία συμπερασματική παράγραφό τους, ως ειλικρινής αφιερωτική χειρονομία στη μνήμη του Γιώργου Ιωάννου.
«Τα τέσσερα αυτά κείμενα καθυστέρησαν κυρίως στην ύλη και στο είδος των επαρχιακών επιλογών του Γιώργου Ιωάννου με τρόπο που, ελπίζω, ο προσεκτικός αναγνώστης είχε κάθε στιγμή στα χέρια του λαβές, για να ανατρέψει τις δικές μου προτάσεις. Προσπάθησα ιδιαίτερα να διακρίνω υποθέσεις από συμπεράσματα. Και αν οι υποθέσεις υποχρεώνουν εφεξής τον αναγνώστη του Γ. Ιωάννου να τις λάβει υπόψη του, τα συμπεράσματά μου δεν θέλουν να εκβιάσουν κανέναν. Καθένας μπορεί να καταλήξει όπου και όπως θέλει, φτάνει να μη γυρεύει και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Αυτό είναι όλο και αυτό είναι το μόνο που η δική μου δοκιμή και δοκιμασία προσέθεσε στον οικείο μου χώρο της επαρχίας, μέσα και έξω από τη λογοτεχνία».

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-3-2006

Μπρος πίσω

Οπως το υποσχέθηκα την περασμένη Κυριακή, ολοταχώς τώρα προς τα πίσω, στο ευέλπιστο εκείνο καλοκαίρι του 1977. Οταν ενέδωσα στη φιλική επιμονή του, απόδημου πια, Αλκη Αγγέλου και δέχτηκα να μιλήσω στην «Τέχνη» για τα Πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου (εκδόσεις «Ερμής»). Από όπου προέκυψαν τέσσερις επιφυλλίδες, δημοσιευμένες στο «Βήμα» (υπό τον τίτλο «Επαρχιακή Λογοτεχνία», με τον αποφασιστικό υπότιτλο «Ερωτήματα και Απορίες») και ενσωματωμένες αργότερα (1986) στον, εξαντλημένο από καιρό, τόμο του Πίσω Μπρος (εκδόσεις «Στιγμή»). Κείμενα που προκάλεσαν το (ιδιωτικό και δημόσιο, προφορικό και έντυπο) υβριστικό μένος του Γιώργου Ιωάννου, το οποίο, μολονότι παρέμεινε από πλευράς μου παντελώς αναπάντητο, φαίνεται να το έλαβαν σοβαρώς υπόψη στον πρόσφατο αφιερωτικό τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής» (εκδόσεις «Κέδρος») οι τρεις επιμελητές του, και έτσι με απέκλεισαν ευμενώς από τον κατάλογο των είκοσι εννέα συνεργατών.
Αντιδρώντας σ’ αυτόν τον αυθαίρετο αποκλεισμό, αποφάσισα να επαναφέρω, για επανάκριση, χαρακτηριστικά αποσπάσματα των δυσπρόσιτων εκείνων επιφυλλίδων, με τη μέθοδο του μπρος πίσω. Ετσι στο προηγούμενο μονοτονικό παρέθεσα την συμπερασματική παράγραφο της τελευταίας επιφυλλίδας. Σήμερα, οπισθοχωρώντας, επιτάσσω τις εισαγωγές της δεύτερης και της τρίτης επιφυλλίδας, που επεξηγούν τον παρεξηγήσιμο, όπως αποδείχτηκε, επίτιτλο περί «Επαρχιακής Λογοτεχνίας».
1. «Οι όροι “επαρχία” και “επαρχιακός” δεν ενέχουν στην περίπτωσή μου (ούτε ως χώρος και τρόπος ζωής ούτε ως ύλη και και ύφος τέχνης) αξιολογική πρόθεση. Δηλώνουν, απλά και ουδέτερα, την εμμονή οποιουδήποτε τεχνίτη σε ένα σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό, ευσύνοπτο, έντονα χαρακτηρισμένο· σε αντίθεση προς την ανοιχτή, ευάλωτη κοινωνία οποιασδήποτε ανοχύρωτης πόλης. Και οπωσδήποτε η κριτική μου στάση απέναντι στις ειδικές επαρχιακές επιλογές του Ιωάννου δεν συνεπάγεται απόρριψη του επαρχιακού ήθους στη λογοτεχνία και στη ζωή· μάλλον νοιάζεται για την προστασία του επαρχιακού χώρου από την ευσυγκίνητη τουριστική περιέργεια – κίνδυνο που υποθέτω ότι τον μυρίζεται και ο Ιωάννου».
2. «Με προκαλούν οι επιλογές που έκαμε στον ευαίσθητο και πορώδη χάρτη της επαρχιακής μας λογοτεχνίας ο Γιώργος Ιωάννου με τα Πεζογραφήματά του, γιατί είμαι και ο ίδιος επαρχιώτης – από καταγωγή, συμπεριφορά και μόρφωση. Υποταγμένος δηλαδή σε ένα ψυχο-λογικό αμυντικό σύστημα που αποκρούει εκείνες τις νεοτερικές εισβολές, για τις οποίες η άπορή μας διαβίωση δεν εξασφάλισε έγκαιρα κατάλληλες εμπειρικές υποδοχές. Καλύτερα, λοιπόν, λειψές αλλά δικές μας γνώσεις, με φρόνημα και γνώμη, παρά έκθετο μυαλό που κυματίζει σαν χωράφι τσιφλικά, ή αναλαμβάνεται στα ύψη σαν φλόγα βιομηχανική. Γιατί, εντέλει, τα σύνορα του σώματός μας είναι απαράβατα – και αυτή τη συντηρητική αξία την ξέρει η επαρχία από πρώτο χέρι: είναι η μοίρα της και η μοναξιά της. Τόσα, για να υποδείξω ακόμη μια φορά πού, γενικά, συμφωνώ και πού διαφωνώ με τις επαρχιακές επιλογές του Ιωάννου».
Επιβάλλεται η αρχή της πρώτης επιφυλλίδας, η οποία αντιστέκεται στην πιο ακατανόητη οργή του Ιωάννου: επειδή δήθεν τον εξέθεσα στους οικείους του για ερωτική ιδιορρυθμία. H οποία όντως δηλώνεται ή υποδηλώνεται σε ορισμένα αφηγήματα ως ροπή ιδιαίτερης συγκίνησης, όχι όμως του συγγραφέα, αλλά του εσωτερικού αφηγητή. Απόδειξη το επόμενο παράθεμα:
«Μόνο η κακομοιριά και η σκανδαλοθηρική κουφότητα εξηγούν την ανήκουστη όρεξη μερικών να μεταφέρουν θέματα ενός λογοτεχνικού έργου στην ιδιωτική ζωή του συγγραφέα του. Με τον παραλογισμό αυτόν ο Σαίξπηρ θα έπρεπε να θεωρείται αιμοσταγής και ο Μπέκετ κωφάλαλος. Οι τρόποι που ένα λογοτέχνημα εμπεριέχει τον δημιουργό του είναι πολλοί και αναγνώσιμοι· κανένας όμως δεν επιτρέπει τη βάναυση εξίσωση της λογοτεχνικής σκηνοθεσίας με τη βιογραφία του συγγραφέα».
Συμπέρασμα, που δηλώνεται απερίφραστα στη συνέχεια της πρώτης πάλι επιφυλλίδας: «Δεν παραγνωρίζω ούτε και σήμερα τη γοητεία των αφηγηματικών τρόπων και εκτροπών του Ιωάννου. Και είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω την υψηλή πάντοτε εκφραστική τους ποιότητα. Ισως μάλιστα αυτή η γοητεία να γεννά, αντισταθμιστικά, τις οποιεσδήποτε αμυντικές αναστολές. Πιστεύω πάντως πως δεν αποτελεί σύνδρομο κακοπιστίας, ή και κακοήθειας, η διατάραξη της κοινής υπερθετικής κατάφασης, που έχει γνωρίσει ως τώρα ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου στα γράμματά μας, από την αμηχανία ενός που τολμά να ρωτήσει: μήπως από την ώρα που η επιτυχής μανιέρα του Ιωάννου θα λειτουργούσε (στην πραγματικότητα έχει ήδη λειτουργήσει) ως δέλεαρ για μίμηση, νομιμοποιείται η αυστηρότερη κριτική της εκτίμηση;». Το τέλος της μέσης την άλλη Κυριακή.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-3-2006

Δίχτυ ασφαλείας

Αποτελειώνω σήμερα τα περί επαρχιακής λογοτεχνίας, τα οποία, με αφορμή τα «Πεζογραφήματα» του Γιώργου Ιωάννου, αποτυπώθηκαν στο «Βήμα» το καλοκαίρι του 1977 και εκτυπώθηκαν δέκα χρόνια αργότερα στον, εξαντλημένο πια, τόμο «Πίσω Μπρος». H προκείμενη επανάκρισή τους προτείνεται ως αμυντική συνεισφορά στη μνήμη του χαρισματικού αφηγητή (ο προφορικός του λόγος ήταν πράγματι απολαυστικός), με τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατό του.
Υστερα από τα δύο προηγούμενα μονοτονικά, που ξεκαθάρισαν ελπίζω βασικούς όρους και ορισμούς της επαρχιακής λογοτεχνίας, ζητούμενο παραμένει η διαδοχική αφηγηματική εφαρμογή της από τον Γιώργο Ιωάννου. H οποία, κατά τη γνώμη μου, εκτός από τις προφανείς και αδιαμφισβήτητες αρετές της, παρουσιάζει κάποια ελλείμματα τόλμης στον χειρισμό κρίσιμων θεμάτων και τρόπων της επαρχιακής ζωής και εμπειρίας, που εδώ μεταφράζονται σε δίχτυ ασφαλείας.
Ο λόγος για τις τρεις πρώτες συλλογές του: το «Για ένα φιλότιμο» (1964), τη «Σαρκοφάγο» (1971) και τη «Μόνη κληρονομιά» (1974). Ενόψει της πεζογραφικής αυτής κατάθεσης, έγραφα τότε ότι η συγγραφική περιπέτεια του Ιωάννου «αρχίζει με ριψοκίνδυνη ανάβαση, κορυφώνεται με δραματικό υπολογισμό και καταλήγει σε ανακουφιστική προσγείωση». Συγκεκριμένα:
1. H γραφή του Ιωάννου ελέγχεται υπολογισμένα μοντέρνα και παραδοσιακή: παραδοσιακή ως προς τη συντακτική της άρθρωση· μοντέρνα ως προς τη διασπορά της αφηγηματικής της ύλης. Σ’ αυτό πάντως το διπλό τροπικό πλαίσιο ο αφηγηματικός λόγος υπακούει κατά κανόνα στην ομαλή αλληλουχία, δίχως αισθητές διαταραχές, περιπλοκές και ανακοπές της συνέχειας. Επιπλέον: η αφήγηση, στο άκουσμα και στο διάβασμα, ανακαλεί συχνά λαϊκότροπη καταγωγή, περασμένη βέβαια από το γλωσσικό φίλτρο ενός προσωπικού συγγραφέα, που ασκείται στην εκφραστική οικονομία. Παρά ταύτα ο τόνος της αποδεικνύεται όλο και πιο καθησυχαστικός.
2. Στις τρεις αφηγηματικές συλλογές του Ιωάννου παρατηρείται κατιούσα φορά ως προς το μερίδιο εμπλοκής του αφηγηματικού εγώ στην αντικειμενική σκηνοθεσία της αφήγησης. Στο «Για ένα φιλότιμο» η εμπλοκή αυτή προβάλλει τη μέγιστη, συγκριτικά, οξύτητά της, με αποτέλεσμα τα αφηγήματα της πρώτης συλλογής να έχουν έναν απρόσμενα φυγόκεντρο και ανορθολογικό χαρακτήρα. Ηδη όμως στη «Σαρκοφάγο», και πολύ περισσότερο στη «Μόνη κληρονομιά», ο παράτολμος αυτός τρόπος υποχωρεί προς όφελος της αποφασισμένης φρόνησης. Γενικότερα, καθώς το έργο του Ιωάννου εξελίσσεται, ό,τι χάνεται στην πλάστιγγα του υποκειμένου, δεν πέφτει στην πλάστιγγα του αντικειμένου.
3. H αποκλίνουσα ερωτική διάθεση, που, σε λανθάνουσα συνήθως μορφή, υποβάλλεται από τον αφηγητή στα αφηγήματα του Ιωάννου, μετριάζεται από την παρέμβαση κατευναστικού διδακτισμού, που συχνά γίνεται μονότονος, παραπέμποντας σε ένα ήθος που ενδίδει στην ήσσονα προσπάθεια, δηλώνοντας φόβο ή και αποστροφή για αιχμηρότερες χειρονομίες. H ανισορροπία αυτή (ερωτική απόκλιση, από τη φύση της ανατρεπτική· διδαχή κοινόχρηστη και μαλακή) ενισχύεται καθ’ οδόν με ένα τρίτο, συγγενές, στοιχείο, που θα μπορούσε να ονομαστεί θυμοσοφία. Πρόκειται μάλλον για μελαγχολική κατανόηση της ματαιότητας των εγκοσμίων, που στεγάζεται συχνά στη σκιά του Παπαδιαμάντη, συχνότερα στη φωλιά μιας ανώνυμης λαϊκής γλώσσας, που κυκλοφορεί στις παρυφές της επαρχιακής πόλης.
4. Προχωρώντας από το «Φιλότιμο» στην «Κληρονομιά», ο Ιωάννου φαίνεται να ελέγχει ή και να λογοκρίνει τις υποκειμενικές του εμμονές· να ισορροπεί το όποιο «σκάνδαλό» τους με ενδιαφέροντα δημοσιότερα, πρόσφατα και πολιτικά. Στη «Μόνη κληρονομιά» μάλιστα αυτή η φρόνιμη δοσολογία προσωπικής εξομολόγησης και φροντίδας για τα κοινά τείνει να πάρει τη μορφή σύγχρονης χρηστομάθειας, όπου τα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία εξουδετερώνονται από τα ακίνδυνα, ενίοτε και από τα ελαφρώς δημαγωγικά.
5. Μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης στο εξελισσόμενο έργο του Γιώργου Ιωάννου σημάδια ουσιαστικής ενηλικίωσης του αφηγητή· σχόλια λόγου χάριν για τη χρονική και την τοπική εκρίζωσή του από το παθογόνο κέντρο ανάμνησης, που είναι η Θεσσαλονίκη· κρούσεις για τις παραμορφωτικές συνέπειες της αναγκαστικής του διαφυγής. Δεν είναι νομίζω τυχαίο ότι στα «Πεζογραφήματα» του Ιωάννου ο αφηγητής έχει σταθερά εφηβική ηλικία. Αυτό το, ναρκισσιστικό κάπως, όριο απαγορεύει τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στο αφηγούμενο παρελθόν και στο αφηγηματικό παρόν.
Ως εδώ, προς το παρόν. Και τώρα το διπλό επιμύθιο: α) Τέτοιας λογής ελλείμματα τα χρωστούμε εμείς στην επαρχία ή η επαρχία σ’ εμάς; β) Οποιος, επαρχιώτης ο ίδιος, μιλά για επαρχιακά ελλείμματα των άλλων, εκών άκων, αυτοβιογραφείται.
Αυτά, προς άρση, θεμιτών και αθέμιτων, παρεξηγήσεων.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 9-4-2006

Καβάφης

Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595 μ.Χ.(Ερμηνεία)

Ποίημα ιστορικοφανές: Έχουμε προβολή ενός ποιητικού υποκειμένου (σε άλλα ποιήματα και περισσοτέρων) μέσα σε άμεσα ή έμμεσα δηλωμένο ιστορικό πλαίσιο, χρονικό ή τοπικό, το οποίο χρησιμεύει συνήθως ως φόντο του φανταστικού επεισοδίου που σκηνοθετείται στο ποίημα.

Πραγματεύεται το θέμα της ποίησης ως νηπενθούς φαρμάκου. Εδώ το ιστορικό θέμα γίνεται αφορμή φιλοσοφικού στοχασμού, γι’ αυτό και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ψευδοϊστορικό.

Γράφτηκε πιθανώς τον Αύγουστο του 1918 και πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1921.

Χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη (στ. 1-6 και 7-9). Οι στ. 2 & 7 και 4 & 8 επαναλαμβάνονται ολικώς ή μερικώς.
Τίτλος: Η Κομμαγηνή, άλλοτε (164 π.Χ – 72 μ.Χ.) ανεξάρτητο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας, ήταν ως το 638 –οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες- τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η χρονολογία του τίτλου τοποθετεί το μονόλογο του Ιάσωνος 53 χρόνια μετά το διαγούμισμα της Κομμαγηνής από το Χοσρόη Α’ της Περσίας, και τέσσερα χρόνια μετά τη συνθήκη ειρήνης του βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρικίου με το Χοσρόη Β’.

Το ποίημα πρωτογράφτηκε με τον τίτλο «Μαχαίρι». Ο πρώτος τίτλος υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Γι’ αυτό ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. Είναι ένας δυσανάλογα μεγάλος τίτλος με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα· ορίζει το ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Είναι ένας στίχος που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο ποίημα. Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δυο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη / ποιητού εν Αλεξανδρεία·1921 μ.Χ.». Ο Καβάφης, λοιπόν, κάνει χρήση ενός ποιητικού προσωπείου και ταυτίζεται με τον Ιάσονα Κλεάνδρου.

* Η λέξη μελαγχολία ανταποκρίνεται στην ψυχική κατάσταση του ποιητή.
* Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ: το πρόσωπο είναι φανταστικό, προσωπείο του ποιητή, στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς του. Η ταύτιση ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο ποιητής υποδύεται έναν ποιητή. Ενισχύεται κι από το γεγονός ότι το 1918 ο Καβάφης ήταν 55 χρονών, στην ηλικία που ξεκινά η γήρανση του ανδρικού σώματος.
* ἐν Κομμαγηνῃ: Είναι ένα ανύπαρκτο πλέον κρατίδιο που συμβολίζει τη φθορά που έρχεται με το χρόνο.
* 595 μ.Χ.: το έτος είναι τυχαίο και υποδηλώνει ότι η θλίψη για τη γήρανση του σώματος και της μορφής, αλλά και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης, είναι διαχρονική.

Ο ποιητής θα μπορούσε να εξομολογηθεί άμεσα την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση και να παραλείψει το ιστορικό άλλοθι καθώς και το φανταστικό πρόσωπο, βάζοντας τον τίτλο «Μελαγχολία ποιητού». Δεν το κάνει όμως γιατί α) θέλει να αποστασιοποιηθεί από το δικό του πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει πιο αντικειμενικά β) θέλει να κάνει πιο πειστική τη θέση του παρουσιάζοντας το πρόβλημά του πιο συγκεκριμένο κι αληθινό. γ) θέλει να αποκτήσει διαχρονικότητα το πρόβλημα της γήρανσης του σώματος και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης.

Α’ μέρος (στ. 1-6) (το πρόβλημα και οι ελπίδες του Ιάσονα σχετικά με τη σωτηρία του)

Στ. 1-3: δίνεται η ψυχολογική κατάσταση του αφηγητή-ποιητή, η αιτία της «μελαγχολίας» του τίτλου: η φθορά που φέρνει στο σώμα το πέρασμα του χρόνου. Στον πρώτο στίχο έχουμε το μοτίβο των γηρατειών που τοποθετούνται στο σώμα (κορμί) και τη μορφή (πρόσωπο) του ποιητή. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη πληγή, που επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές σε καίρια σημεία του ποιήματος, ίσως γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Το φριχτό μαχαίρι είναι βέβαια ο χρόνος. Στον τρίτο στίχο διαφαίνεται η αδυναμία του ποιητή να παρηγορηθεί ή να υπομείνει, να συμφιλιωθεί με το χρόνο και τα αποτελέσματά του.

Στ. 4-6: αναζητά παρηγοριά, γιατρειά στην Τέχνη της Ποίησης (όχι τυχαία η χρήση των κεφαλαίων). Για τα μαγικά φάρμακα της ποίησης που κατευνάζουν τον πόνο εκλιπαρεί ο ποιητής. Η ποίηση σβήνει τον πόνο, νικά τη φθορά, συμπληρώνει το βίο (τον ευεργετικό της ρόλο βλέπουμε στον Καισαρίωνα) με τη μαγική δύναμη της Φαντασίας που συλλαμβάνει και με τη μαγική λειτουργία του Λόγου, της γλώσσας, που πραγματοποιεί τη σύλληψη. Η ποίηση φάρμακο νηπενθές ( «Νηπενθή» ονομάζεται και η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κ. Καρυωτάκη-1921). Οι λέξεις κάπως και δοκιμές αναιρούν τη λύση παρουσιάζοντας την πρόσκαιρη και περιστασιακή. Εξάλλου οι λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν άμεσα στον αναγνώστη την εντύπωση της πρόσκαιρης, της μη οριστικής θεραπείας. Η ποιητική πράξη λειτουργεί σαν ναρκωτικό.

Β’ μέρος (στ. 7-9) (η τελική επίκλησή του προς την ποίηση)

Από το προηγούμενο τμήμα φάνηκε πως η ποίηση γιατρεύει τον πόνο, αλλά όχι απόλυτα (κάπως, δοκιμές). Ο ποιητής κλείνει το ποίημα επαναλαμβάνοντας με άλλα λόγια αυτή τη διαπίστωση: η ποίηση δεν επουλώνει την πληγή, αλλά ανακουφίζει από τον πόνο (να μη νοιώθεται η πληγή) που προκαλεί η πληγή από το μαχαίρι μόνο για λίγο. Δεν μπορεί να σβήσει τα σημάδια του χρόνου από το σώμα του. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες και γνωρίζει πως το κακό της φύσης είναι αναπότρεπτο και αθεράπευτο. Γι’ αυτό ζητεί ένα φάρμακο παυσίπονο ( κάπως, νάρκης του άλγους δοκιμές, για λίγο, να μη νοιώθεται η πληγή).

Αυτοαναφορικός χαρακτήρας (ποίημα για την ποίηση)

Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης εκθέτει την άποψη του για τη δύναμη της ποίησης, για τη λειτουργία της ως νηπενθούς φαρμάκου, αφού με φαντασία και λόγο υπερβαίνει την καθημερινότητα και πλάθει μορφές του κάλλους. Με λίγα λόγια, Η Μελαγχολία … είναι η θεωρία του Καβάφη για τη δύναμη της ποίησης, ενώ ο Καισαρίων η πρακτική εφαρμογή της.

Γ. Π Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα

Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά

Στέφανος Διαλησμάς, «Ο τίτλος ως κειμενικό στοιχείο σε ποιήματα του Καβάφη»

Σωτήρης Τριβιζάς, «Μελαγχολία του Ιάσωνα Κλεάνδρου», Τομές αρ. 77-78

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ: ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ - ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΑΠΟΣΤΟ...

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ - ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΕΝΑΤΣΗΣ

Σολωμός

Παράλληλο κείμενο για τον "Κρητικό" 2[19]
4:06 μ.μ. | Αναρτήθηκε από Σωτηρία Σιαμαντούρα
Η προεραιτική ασκησούλα που σας έβαλα για την Παρασκευή...
Σχολιάστε το 2[19] αφού λάβετε υπόψιν το παρακάτω απόσπασμα.
Οδ. Ελύτης "Μονόγραμμα"
Θα πενθώ πάντα -- μ'ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα,μ'ακούς ;
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά,ν'ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-- ένα , μ'ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς ;
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς ;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω ,μ'ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ'ακούς ;...)

Σολωμός

Οι στοχασμοί του Δ. Σολωμού κι ο Κρητικός

Άλλη μια φοβερή αναρτηση που αναδημοσιέυω από το ιστολόγιο του συναδέλφου Δ. Μάνεση. Πραγματικά διαφωτιστική...

Ποια είναι η φεγγαροντυμένη και ποιος ο παράξενος ήχος που ακούει ο ναυαγός;
Γιατί παρουσιάζονται; Με τι, για τι παλεύει ο Κρητικός; Ποιος ο ρόλος του Παραδείσου;
Ποια η βασική ιδέα που θέλει να αισθητοποιήσει και να αναδείξει ο Σολωμός στο έργο αυτό;

Στην αναζήτηση των απαντήσεων αυτών και πολλών άλλων ερωτημάτων
που γεννά η ποιητική αυτή σύνθεση μπορεί να μας βοηθήσει υλικό που αντλούμε
από τους Στοχασμούς του ποιητή.
Οι Στοχασμοί είναι οι σημειώσεις που κρατάει ο Σολωμός,
όταν γράφει τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Οι οδηγίες που δίνει στον εαυτό του όσο συνθέτει το ποίημά του,
οι κανόνες ποιητικής σύνθεσης, οι επισημάνσεις, οι σκέψεις του, οι «υποδείξεις προς εαυτόν».
Όπως γράφει γι’αυτούς ο Στ. Αλεξίου « Οι Στοχασμοί γενικά
ζητούν να θεμελιώσουν φιλοσοφικά, με επαναλήψεις και διαφορετικούς εκφραστικούς τρόπους την κεντρική ιδέα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»:
υπερνίκηση μιας σειράς δυστυχιών ( πείνα, κίνδυνοι, αρρώστιες, φόνοι, φόβος θανάτου) και,
από την άλλη πλευρά, πειρασμών
( ομορφιά της ζωής και ανάμνηση της περασμένης δόξας)·
όλα τα υπερβαίνει η θέληση των πολιορκημένων,
επιβεβαιώνοντας τη θεία φύση και ελευθερία καθολικά του Ανθρώπου »
Αισθάνεται κανείς, αλήθεια, ότι η κεντρική ιδέα στον Κρητικό έχει πολλά κοινά στοιχεία
μ’ αυτή των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όπως τη διατύπωσε παραπάνω ο Στυλιανός Αλεξίου. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η χρονολόγηση των Στοχασμών τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα κοντά στα χρόνια που ο Σολωμός έγραφε τον Κρητικό ( 1833-4).
Άλλωστε, πολλοί μελετητές επεκτείνουν τους στοχασμούς του Σολωμού
σ’όλα τα έργα της ποιητικής του ωριμότητας.
Στους Στοχασμούς μπορούμε να δούμε τις ποιητικές και φιλοσοφικές του αναζητήσεις,
όπως αυτές συνδέονται με την ιδεαλιστική φιλοσοφία της εποχής του,
και να παρατηρήσουμε την έντονη επιρροή που του ασκούν φιλόσοφοι, όπως ο Schiller ή ο Hegel. Προσεγγίζοντάς τις θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα
τόσο τη σύλληψη της ποιητικής ιδέας του Κρητικού
όσο και τους τρόπους που επιλέγει να την αισθητοποιήσει.

Ενδεικτικά, ας δούμε κάποιους Στοχασμούς αλλά και τη σύνδεσή τους με την ιδεαλιστική φιλοσοφία της εποχής του, καθοδηγημένοι από την ανάλυση που επιχειρεί ο Στ. Αλεξίου.

Προτρέπει ο Σολωμός τον εαυτό του: « Ανάγκη να σκεφτείς βαθιά και με τρόπο συγκεκριμένο και σταθερό ( μια για πάντα) τη φύση της ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το έργο.
Μέσα σ’ αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιωδέστερο και υψηλότερο περιεχόμενο
της αληθινής ανθρώπινης φύσης (…) »
Πώς αντιλαμβάνεται την «αληθινή ανθρώπινη φύση»;
Κατά τον Schiller αληθινή ανθρώπινη φύση είναι η «ωραία εκείνη αρμονία αισθήματος και σκέψης», η οποία «αποτελεί ιδέα, που ποτέ δεν τη φτάνει ολότελα η πραγματικότητα».
Όσο για την ποίηση «δε σημαίνει τίποτ’άλλο παρά
ότι δίνουμε στην ανθρωπότητα
την πληρέστερη δυνατή της έκφραση».
Και για τον Hegel η ιδέα της ομορφιάς θεωρείται ως η «συνένωση του ελλόγου
με το αισθητηριακό και αυτή η συνένωση δηλώνεται ως η αληθής πραγματικότητα»

Αλλού, γράφει για τους πολιορκημένους: «Μείνε σταθερά σ’ αυτή την υψηλή θέση:
Ο πόνος των συνίσταται στο να θυμούνται την προηγούμενη κατάστασή τους,
που ήταν γεμάτη από το καλό της πατρίδας και που τώρα θα τη χάσουν.
Είχαν τα πάντα (…) τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τα πάντα.
Η πείνα μπαίνει σ’ αυτό τον κύκλο μόνο ως εξωτερική δύναμη,
που κι αυτή την υπερβαίνουν μαζί με όλες τις άλλες.»
Η αντίληψη αυτή, της ανάμνησης της περασμένης ευτυχίας,
και η υπέρβαση των φυσικών εμποδίων που εμφανίζονται για να κάμψουν την ανθρώπινη ύπαρξη συναντιέται και στο Βιργίλιο, το Δάντη, τους ιδεαλιστές φιλοσόφους που διαβάζει ο Σολωμός. Σταθερή σκέψη του ποιητή μας η αντιπαράθεση εναντίων δυνάμεων,
ιδιαίτερα των αντίξοων συνθηκών με τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Η αντιπαράθεση αυτή, η προσπάθεια για υπερνίκηση φυσικών εμποδίων
που κάνουν να κάμψουν την ηθική αντίσταση του ήρωα,
δεν είναι διακριτή και στον Κρητικό;

Όμως, για το φιλοσοφικό σχολιασμό των Στοχασμών, ο οποίος δείχνει και τις δυνατές επιρροές που ο Σολωμός δέχεται από τους ιδεαλιστές της εποχής του,
θα τα πούμε σε επόμενη ανάρτηση, με οδηγό τον Κώστα Ανδρουλιδάκη
και τα όσα γράφει στο επίμετρο της ίδιας έκδοσης.
( Διονυσίου Σολωμού Στοχασμοί, φιλ.επιμέλεια ιταλικού κειμένου Massimo Peri, προλεγόμενα – μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου, φιλοσοφικός σχολιασμός Κώστας Ανδρουλιδάκης, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1999)

Βιζυηνός

Παράλληλο κείμενο στο "Αμάρτημα της μητρός μου" του Γ. Βιζυηνού
Γεωργίου Βιζυηνού, "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου".

Όπως αναφέρει ο Παν. Μουλλάς στην εισαγωγή του βιβλίου Γ. Μ. Βιζυηνός, "Νεοελληνικά Διηγήματα", στα δύο διηγήματα του Βιζυηνού οι ομοιότητες και οι διαφορές δεν περιορίζονται, βέβαια, στους τίτλους, όπου ο βίαιος θάνατος (αμάρτημα, φονεύς) συνδέεται με μέλη της οικογένειας του αφηγητή (της μητρός μου, του αδελφού μου), αλλά αρκετά πρόσωπα του πρώτου διηγήματος (Το αμάρτημα της μητρός μου), ξαναβρίσκονται στο δεύτερο, θυμίζοντας τη μέθοδο της επιστροφής των ηρώων, όπως σε ορισμένους ξένους μυθιστοριογράφους (Balzac, Zola, Proust).
Αν στο πρώτο διήγημα το κλειστό οικογενειακό κύκλωμα δίνει στο αμάρτημα της μητέρας ένα χαρακτήρα σχεδόν ιδιωτικό, στο δεύτερο γίνεται φανερή η κοινωνική διάσταση της ανθρωποκτονίας.

"Ο Βιζυηνός έχει τη θαυμαστή ικανότητα να δίνει ανθρώπους στα έργα του, ανθρώπους αληθινούς στις σκέψεις και τα αισθήματά τους. Κι όταν τους μεταγγίζει συχνά πολύ από την ευαισθησία του, το κάνει για τη δοκιμασία της ψυχής μπροστά στο πρόβλημα. Και η ψυχή τότε ή θα βγει με την υπομονή της πιο δυναμωμένη για τη ζωή πάλι ("Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", "Το αμάρτημα της μητρός μου" ) ή δεν θ` αντέξει στη δυσκολία και τη συγκίνηση και θα ζητήσει να λυτρωθεί από την αγωνία της ζωής, αλλά χωρίς να χάσει και τότε την ανθρωπιά της ("Μοσκώβ Σελήμ").
Ευαγγέλλου Γ. Καμαριανάκη
Καθηγητού
Ο Γεώργιος Βιζυηνός
Εταιρεία Θρακικών Μελετών
Αθήναι 1961

Λαογραφικός θησαυρός στο "Αμάρτημα της μητρός μου"
Απόσπασμα από το άρθρο του Γιάννη Β. Κωβαίου με τίτλο "Λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Βιζυηνού". Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Τετράδια "Ευθύνης", τ. 29, 1988. Ο τόμος ήταν αφιερωμένος στον Γεώργιο Βιζυηνό, για τα 140 χρόνια από τη γέννησή του.

(Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωβαίο που με μεγάλη προθυμία δέχτηκε να το αναδημοσιεύσω στο ιστολόγιό μου).

"Από το Αμάρτημα της μητρός μου μαθαίνουμε τις λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση μιας αρρώστιας. Αν αυτή δεν υποχωρήσει με τα πρακτικά γιατροσόφια ή δεν επιφέρει το θάνατο, αλλά χρονίσει, τότε αποδίδεται σε υπερφυσικές αιτίες και χαρακτηρίζεται ξωτικό. Ίσως λ.χ. ο άρρωστος να πέρασε νύχτα ποτάμι, την ώρα που οι Νηρηίδες τελούσαν αόρατες τα όργιά τους, ή να δρασκέλισε μαύρο γάτο, που ήταν ο "έξω από `δω" μεταμορφωμένος.
Την ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου περιγράφει σε άλλο σημείο ο Β. Δίπλα από τον ασθενή τοποθετούν μία ενδυμασία του πεθαμένου και στα δεξιά ένα σκαμνί καλυμμένο με μαύρο ύφασμα, πάνω στο οποίο ακουμπούν ένα δοχείο γεμάτο νερό και δύο αναμμένες λαμπάδες. Η γυναίκα που πρωτοστατεί στο τελετουργικό θυμιάζει τα αντικείμενα αυτά παρακολουθώντας με προσοχή την επιφάνεια του νερού. Αν εκείνη τη στιγμή εμφανισθεί πάνω από το δοχείο μία χρυσαλίδα, που θα ακουμπήσει ελαφρώς στην επιφάνεια του νερού, αυτό σημαίνει ότι πέρασε η ψυχή του νεκρού υπό μορφήν χρυσαλίδας και οι οικείοι του πίνουν από το νερό αυτό επικοινωνώντας έτσι με τον πεθαμένο. Από το ίδιο νερό δίνουν και στον άρρωστο, τον οποίο ή θα γιατρέψει ή θα απαλλάξει από τη ζωή, καθώς η ψυχή του θα συνοδεύσει την ψυχή του νεκρού.
Πολύτιμες πληροφορίες για το εθιμικό της υιοθεσίας μας παρέχει ο Β. στο ίδιο έργο. Η παράδοση του παιδιού από τους φυσικούς γονείς στους θετούς γίνεται σε επίσημη τελετή στην εκκλησία μετά το τέλος της λειτουργίας. Ο θετός γονιός παραλαμβάνει το παιδί από τα χέρια του ιερέα και δίνει δημόσια υπόσχεση ότι θα το αναθρέψει σαν δικό του παιδί. Ακολουθεί πομπή προς το νέο σπίτι του παιδιού με επικεφαλής τον "πρωτόγερο" του χωριού, ο οποίος φτάνοντας στο κατώφλι σηκώνει ψηλά το θετό και ρωτάει τους παρισταμένους αν κανείς τους είναι πιο οικείο πρόσωπο του παιδιού από τους νέους γονείς. Αν δεν ακουστεί απόκριση, οι φυσικοί του γονείς το ασπάζονται για τελευταία φορά και αποσύρονται".

Σημείωση: Οι εικόνες με τα σκίτσα του Γ. Μανουσάκη προέρχονται από τον ίδιο τόμο του περιοδικού.

Το Γιωργί που δεν έγινε Γοργίας αλλά Γεώργιος Μ. Βιζυηνός
Γεώργιος Βιζυηνός
(το Γιωργί της Μιχαλιέσας όπως τον φώναζαν στο χωριό του όταν ήταν μικρός).

Γεννημένος στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, μέσα σε μια άτυχη οικογένεια, στη στέρηση του πατέρα και στη φτώχεια, γνώρισε από πολύ νωρίς την ανασφάλεια και τα παρεπόμενά της.

«Στο δημοτικό σχολείο της Βιζώς όπου φοίτησε "μετά πολλών διακοπών", όπως αναφέρει ο ίδιος, κάποιος "σχολαστικός" δάσκαλος κολλά στους μαθητές του αρχαιοελληνικά ονόματα και ταυτόχρονα τους μαθαίνει να λένε τη μηλιά "μηλέα".

"Αλλά έλα τώρα που ήρχισε μια τρομερή διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ` εγώ δεν χωρατεύω".

Ωστόσο το Γιωργί της Μιχαλιέσας μπορεί να μην έγινε Γοργίας, όπως το ήθελε ο δάσκαλος της Βιζώς , έγινε όμως Γεώργιος Μ. Βιζυηνός, όπως το ήθελε η ψυχή του, κι ας απορούσε αργότερα η μάνα του: Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου. Και τώρα, σαν το γράφουνε μες σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!»
Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Επιμέλεια Παν. Μουλλάς

Από δέκα χρονών ο Βιζυηνός μετακινείται από τη Βιζώ στην Πόλη, από την Πόλη στην Κύπρο, από την Κύπρο ξανά στην Πόλη και τέλος από την Πόλη στην Αθήνα.



Μικρό μικρό μ` ορφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα.
(Νοσταλγία)

Τον Οκτώβριο του 1875 βρίσκεται στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Από το Γκαίτιγκεν μετακινείται στη Λειψία, στην Αθήνα, στο Παρίσι. Στις αρχές του 1883 βρίσκεται στο Λονδίνο. Εκεί πρέπει να έγραψε το πρώτο του διήγημα, Το αμάρτημα της μητρός μου, που δημοσιεύεται πρώτα μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue και μετά στο περιοδικό Εστία σε δύο συνέχειες, (10 Απριλίου 1883 και 17 Απριλίου 1883).
Επιστρέφοντας στην Αθήνα με "πλούσιον και βαρύν σάκκον ποιητικόν", είναι πια ο αναγνωρισμένος νεοέλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γράφει τη διατριβή του "Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω" και το 1885 γίνεται υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή. Συγχρόνως, για να εξοικονομεί τα αναγκαία για τη ζωή του, διδάσκει στα γυμνάσια Ψυχολογία, Λογική και Φιλοσοφία, αλλά ξαφνικά απολύεται χωρίς λόγο. "Η Ελλάς δεν ευρίσκει άρτον δια τον Βιζυηνόν, απορρίπτει μετά περιφρονήσεως τας πολυτίμους γνώσεις του".

" Όλοι οι μαθηταί εκκρέμοντο κυριολεκτικώς από τα χείλη του όταν μας παρέδιδε. [...] Ο Βιζυηνός διδάσκων ψυχολογίαν μας μετέφερε σε κόσμους ουρανίους, μας άνοιγε το μυαλό, μας εφώτιζε την σκέψι, μας κεντούσε τη φαντασία, μας ακόνιζε την κρίσι, μας ετόνωνε τον συλλογισμό[...] Είχε το χάρισμα του λόγου. Ήτο μεταδοτικός, ευφράδης, τερπνός, συναρπαστικός. Εσαγήνευε, εγοήτευε, συνεκίνει".
(Μαρτυρία Στέφ. Στεφάνου από το βιβλίο του Βαγγ. Αθανασόπουλου, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού.)

Ο Βιζυηνός όμως, όπως έγραψε ο Παλαμάς, "έμεινε στο μέσο του δρόμου του", πέθανε νέος. Μια αρρώστια, που ήταν μάλλον παλιό κατάλοιπο κάποιας άτυχης ερωτικής επαφής κατά τη διαμονή του στη Γερμανία, αρχίζει να τον βασανίζει. Παρά τη θεραπεία που έκανε πηγαίνοντας στα λουτρά στο Gastein στις Κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, η υγεία του δεν βελτιώθηκε. Βρίσκεται σε μια παραφορά. Μέσα απ` αυτή την παραφορά ξύπνησε και ο έρωτας του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη. "Μικροσκοπική αλλά γλυκυτάτη" η Μπετίνα, με την αιθέρια ομορφιά, τις ευαισθησίες και την πνευματικότητα που εξέπεμπε, ενέπνευσε τον κορυφαίο ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα. Η ελαιογραφία του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ποικίλη Στοά.
Και από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου...
(στίχοι φρενοκομείου)

Ο Γ. Βιζυηνός πέθανε στις 15 Απριλίου του 1896, στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο όπου έμεινε έγκλειστος τέσσερα χρόνια, "συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως". Η μάνα του, η οποία "έμεινε ορφανεμένη απ` όλα της τα παιδιά", το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να τα θυμάται και να κλαίει. Από το πολύ το κλάμα άρχισε σιγά - σιγά να χάνει το φως της, μέχρι που τυφλώθηκε εντελώς. Έζησε τυφλή δώδεκα χρόνια κοντά στη νύφη της, τη χήρα του μικρότερου γιού της, του Μιχαήλου και πέθανε το 1907, δεκαπέντε χρόνια μετά την παραφροσύνη του Γιωργή της και το θάνατο του Μιχαήλου της.

Βιβλιογραφία:
Γ. M. Βιζυηνός ς, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Αθήνα 1986.
Αθανασόπουλος, Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Αθήνα 1992, Καρδαμίτσα.



Το πολύ όμορφο βίντεο είναι δωρεά από τον Διονύση.


Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
Βιζυηνός Γεώργιος, ξυλογραφία

Γεννήθηκε το 1849 και πέθανε στα 45 του χρόνια έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Η σύντομη ζωή του ήταν ένα μεγάλο ταξίδι. Ξεκίνησε μικρός από το φτωχό χωριό του, τη Βιζύη της ανατολικής Θράκης, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, θέλοντας να φτάσει ψηλά. Η ανάγκη της επιβίωσης τον έριξε παραγιό σε ραφτάδικο της Πόλης.

Ήμουν φτωχός, χωριατόπαιδο από τη Βιζώ της Θράκης. Ο πατέρας μου ήταν πραματευτής. Κι έμεινα ορφανός από τον πατέρα μου σε ηλικία πέντε χρονών. Έκτοτε σε όλη μου τη ζωή τη μορφή του προστάτη πατέρα αναζητούσα...

Πεθαίνοντας ο ράφτης και κλείνοντας το ραφτάδικο κατάφερε να ξεφύγει από κείνη τη "φυλακή". Πήγε στην Κύπρο, σε ηλικία 18 ετών και αρκετά μορφωμένος. Στη συνέχεια βρίσκεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Φεύγοντας από `κει εγκαθίσταται στην Αθήνα και γράφεται στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου της Πλάκας. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη φιλοσοφία σε ονομαστά Πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Αγγλίας. Με τις ακαδημαϊκές περγαμηνές του κέρδισε παμψηφεί τη θέση του Υφηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ποτέ δεν έγινα δεκτός στους πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Επειδή ήμουν από τη Βιζώ, "Τουρκομερίτης". Οι Αθηναίοι με κορόιδευαν.


Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή
Τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια.
(οι δύο στίχοι που προέρχονται από το ποιητικό έργο του Βιζυηνού, επιλέγησαν από τον Παλαμά για να γραφούν στον τάφο του)

Από μικρός έγραφε ποιήματα. Δύο φορές τιμήθηκε με πρώτο βραβείο στο μεγάλο ποιητικό διαγωνισμό των ημερών του τον Βουτσιναίο.

- Βραβευθήκατε όμως σε δύο ποιητικούς διαγωνισμούς.
- Αυτό ίσα-ίσα αποτέλεσε έναν λόγο παραπάνω για να χύνουν το φαρμάκι τους οι διανοούμενοι της Αθήνας.

Γύρω στα 30 του χρόνια δοκιμάζει να γράψει και διηγήματα που αναγνωρίζονται από την πρώτη στιγμή σαν μικρά αριστουργήματα. Όμως ο δρόμος προς την ευτυχία ήταν γεμάτος εμπόδια. Μια μερίδα αθηναϊκών κύκλων με επικεφαλής το Ροΐδη δεν μπορεί να δεχτεί τις καινοτομίες που φέρνει.

Έχω εδώ ακόμη τα αποκόμματα των εφημερίδων της εποχής. Να τι γράφει για μένα το "Μη χάνεσαι".
- Η κατοπινή πολιτική εφημερίδα Ακρόπολις.
- Ακριβώς.
- Εάν σας ενοχλεί μη μου το διαβάζετε.
- Τίποτα πια δεν με ενοχλεί. Αφού κατάφεραν να με κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο, αφού τρελάθηκα δηλαδή...
...Θέλω να σας διαβάσω μερικά απ` όσα έγραψαν πριν με στείλουν στο Δαφνί. "Δυστυχώς ο κ. Βιζυηνός είναι γεννημένος για να παιξει ρόλο επαίτου", "...από των γραμμάτων πρέπει επιτέλους να κτυπηθεί δεδομένου ότι Βιζυηνών υπάρχει αρμαθιά".

Την αρχή την είχαν κάνει ο Σουρής και ο Ροΐδης. Όπως είχα κερδίσει τους δύο πανεπιστημιακούς ποιητικούς διαγωνισμούς, ο Σουρής τον "Κόδρο" μου τον έγραψε "Κορόιδο" και ο Ροΐδης για την ποιητική μου συλλογή "Άρες μάρες κουκουνάρες" που μεταβαπτίσθηκε σε "Βοσπορίδες αύρες" (κατά το "Ατθίδες αύρες" που υπήρξε η πρώτη βραβευμένη ποιητική συλλογή μου στο Βουτσιναίο διαγωνισμό), έγραψε:
"Η αιτία δι` ην αναβάλλεται επ` άπειρον η ανάγνωσις της εκθέσεως του ποιητικού διαγωνισμού είναι ότι εις των κριτών επιμένει, ενώ υπεβλήθησαν εφέτος και ποιήματα, να βραβευτεί αντ` αυτών στιχούργημα τι επιγραφόμενον "Άρες μάρες κουκουνάρες" και συντεθέν υπό τινος ταβερνιάρη, μνηστήρος της υπηρετρίας του εν λόγω κριτού, εις ην οφείλονται διετείς μισθοί".

Αλλά και ο ίδιος δεν ξεπέρασε ποτέ το στίγμα που του άφησε η παιδική του ζωή. Αυτή που περιγράφει στα διηγήματά του. Ήταν πάντα το "αδικημένο", αυτός που πρόσφερε αγάπη χωρίς να βρίσκει ανταπόδοση. Η αγάπη, ο έρωτας , υπήρξε μοιραίος για το Βιζυηνό. Ερωτεύτηκε παράφορα την δεκατετράχρονη Μπετίνα Φραβασίλη, σε ηλικία 43 ετών. Με την ψυχή κομματιασμένη οδηγήθηκε στο Δρομοκαΐτειο. Εκεί έσβησε στις 15 Απριλίου του 1896 "συνεπέια μαρασμού".

Αφού με τρέλαναν, ήθελαν να εξαγνιστούν και να με παρουσιάσουν ως θύμα του έρωτά μου.

Βιζυηνός

Γεώργιος Βιζυηνός_1

Βιζυηνός

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
Γεώργιος Βιζυηνός

Το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου δημοσιεύτηκε πρώτα στο Παρίσι, στο περιοδικό La Nouvelle Revue της Juliette Lamber-Adam στο τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 1883 (σ. 632-653) και στην Αθήνα στην Εστία σε δύο συνέχειες (10 / 17 Απριλίου 1883). Ο Ι. Παπακώστας (http://tovima.dolnet.gr/) αναφέρει για αυτή την επιλογή του Βιζυηνού: «Η απόφαση όμως του Βιζυηνού να δει το (πρώτο) διήγημά του δημοσιευμένο πρώτα σε ευρωπαϊκό περιοδικό και κατόπιν σε ελληνικό προκαλεί ερώτημα. Το ερώτημα είναι αν η επιθυμία του αυτή προερχόταν από κάποια τάση επίδειξης ή συνδέεται με την πικρία που σίγουρα θα είχε δοκιμάσει για τον υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο τον είχαν αντιμετωπίσει κατά το ολιγόμηνο χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα το 1882, οπότε του προσάπτονταν κολακεία, παρασιτία, χυδαιότητα, γελοιότητες και μάλιστα σε ανώνυμα δημοσιεύματα.»

Ανάλυση
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα εξαιρετικό ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο, από τα πιο αξιόλογα κείμενα της λογοτεχνίας μας, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο: κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα του συγγραφέα - αφηγητή, ενώ ο ίδιος είναι συμπρωταγωνιστής. Το έργο αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της χήρας μητέρας του συγγραφέα να σώσει την άρρωστη κόρη της, η οποία τελικά πέθανε, και στην υιοθεσία διαδοχικά δύο άλλων κοριτσιών. Κατά βάθος όλες αυτές οι προσπάθειες απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού. Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι προσηλωμένη σ’ αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς επιδεινώνεται και η μητέρα μετέρχεται μάταια κάθε τρόπο και μέσο για τη θεραπεία της κόρης της: φάρμακα, βότανα, φυλακτά, ξόρκια, ευχολόγια. Δυστυχώς η Αννιώ πεθαίνει και η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο κοριτσάκι, πολύ μικρό κάτι που προξενεί την έντονη αντίδραση των δύο αγοριών (ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά). Ο Γιωργής (ο αφηγητής) επιστρέφει από τα ξένα και αντιδρά και αυτός για την νέα υιοθεσία του κοριτσιού, όμως η μητέρα αποφασίζει να του αποκαλύψει κρυφά το τρομερό μυστικό της: η εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει τύψεις εδώ και χρόνια. Στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, που το είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό (εδώ λύνεται και η απορία του αναγνώστη για τον τίτλο του διηγήματος). Ο Γιωργής μπορεί τώρα να ερμηνεύσει πολλές ανεξήγητες ως τότε ενέργειες της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να ανακουφίσει εξηγώντας της ότι επρόκειτο για δυστύχημα. Μετά την επιστροφή του αφηγητή στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πήγε στον πατριάρχη, ο οποίος την εξομολόγησε και της έδωσε συγχώρεση για το παλιό της «αμάρτημα». Όμως η μητέρα, και αν ακόμα απέβαλε το φόβο της θείας τιμωρίας, έμεινε με τις τύψεις και τον πόνο στην καρδιά λέγοντας χαρακτηριστικά: ο πατριάρχης ..συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Έτσι λιτά κλείνει το διήγημα, με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του Γιωργή...


Παράθεμα για το έργο

«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώ­ση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπει­τα οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές, ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καί­ριο - ό,τι αποκαλύπτει μια πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη, με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος, δεν είναι δηλαδή απλή ιδιο­τροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα», αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».
Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.

Ο αφηγηματικός λόγος

Παπαδιαμάντης

Βιζυηνός

Καρυωτάκης - Πολυδούρη

Πολυδούρη

Ελύτης

Ρίτσος

Παπαδιαμάντης

Σεφέρης

Εγγονόπουλος

Συντακτικό Αρχαίας ελληνικής

Αφηγηματικοί τρόποι

Αφηγηματικές τεχνικές

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Έκθεση: παράγραφος και συνοχή!!!

Ακολουθούν πέντε εκφωνήσεις ασκήσεων που τέθηκαν στις Πανελλήνιες εξετάσεις των τελευταίων ετών. Οι ασκήσεις τέτοιου τύπου μέχρι και τις τελευταίες εξετάσεις (2007-2008) βαθμολογούνται με 10 μονάδες. Η μοριοδότησή έχει αυξηθεί σε 12 μονάδες. Για να τις αντιμετωπίσουμε προσέχουμε:
1. Πρέπει να γράψουμε παράγραφο (Θεματική περίοδο – Λεπτομέρειες/σχόλια – κατακλείδα ). Συχνά οι μαθητές γράφουν δύο παραγράφους, ή δεν οργανώνουν/δομούν σωστά το λόγο.

2.Δεν πρέπει να υπερβούμε τα όρια των λέξεων.

3. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις λέξεις/εκφράσεις της περιόδου που δίνεται στο δικό μας κείμενο ούτε να χρησιμοποιήσουμε το απόσπασμα που δίνεται ως θεματική περίοδο εκτός και αν η εκφώνηση της άσκησης ζητά ρητά κάτι τέτοιο (π.χ. Χρησιμοποιώντας ως θεματική περίοδο το παρακάτω απόσπασμα να αναπτύξετε … κτλ. )

4.Πρέπει να προσέξουμε να αναπτύξουμε εξίσου όλες τις ιδέες/ σκέψεις/νοήματα που περιέχει το απόσπασμα. Ισχύουν δηλαδή τα ίδια σχετικά με την ισομερή ανάπτυξη του θέματος που γνωρίζουμε από την έκθεση (παραγωγή λόγου).

5.Δεν πρέπει να απομακρυνόμαστε πολύ από τη συλλογιστική του συγγραφέα αλλά να λαμβάνουμε συνεχώς υπόψη το κεντρικό νόημα του κειμένου όταν η εκφώνηση μας καλεί να «αναπτύξουμε το περιεχόμενο του αποσπάσματος του κειμένου» (βλέπε τις εκφωνήσεις Β-Γ-Δ-Ε). Η πρώτη εκφώνηση μας αφήνει περισσότερα περιθώρια ελευθερίας αλλά πάντα πρέπει να προσέχουμε μήπως βγούμε εκτός θέματος.

Α.Σε μια παράγραφο 70-80 λέξεων να διατυπώσετε την άποψή σας για το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος: «Σήμερα οι πηγές των πληροφοριών έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό εκπληκτικό και οι κρουνοί τους (η εφημερίδα, το περιοδικό, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση) ρέουν μέσα στο σπίτι».

Β.Να αναπτύξετε σε 80-100 λέξεις το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος του κειμένου: «Άλλοι μας λένε πως αρνούμενοι το παρελθόν μας πραγματοποιούμε την αξία της ελευθερίας. Και λησμονούν πως η ελευθερία έχει κανόνες που σήμερα έχουν καταργηθεί».

Γ.Να αναπτύξετε σε μία παράγραφο (70-80 λέξεις) το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος του κειμένου: «Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας».

Δ.Να αναπτύξετε σε 70-90 λέξεις το περιεχόμενο του ακόλουθου αποσπάσματος από το κείμενο: «Ο άνθρωπος είναι συνάνθρωπος, αλλιώτικα καταντά απάνθρωπος».

Ε.Να αναπτύξετε σε 70-80 λέξεις το περιεχόμενο του ακόλουθου αποσπάσματος από το κείμενο: «Ο άνθρωπος που αγαπάει και πιστεύει αυτό που κάνει, ζει όρθιος με την ψυχή του».

Οδηγίες για πιθανές ερωτήσεις
1. Αν έπρεπε να χωρίσετε την παράγραφο σε δύο μικρότερες σε ποιο σημείο θα τη χωρίζατε και γιατί;

Απάντηση
Οδηγός μας για το χωρισμό θα είναι το νόημα, το οποίο προφανώς θα διαφοροποιείται σε κάποιο σημείο της παραγράφου. Η παράγραφος θα έχει λογικά δύο νοηματικούς άξονες, π.χ. περιγραφή ενός προβλήματος και συνέπειές του. Συνήθως βοη­θάει η ύπαρξη μιας διαρθρωτικής λέξης - φράσης στο σημείο που πρέπει να γίνει ο χωρισμός.

2. Να δώσετε πλαγιότιτλους στις παραγράφους του κειμένου.
[Πανελλ.2001]

Απάντηση
Ο πλαγιότιτλος πρέπει να είναι σύντομος (να μην ξεπερνά τη μια γραμμή), κυριολεκτικός, να αποδίδει το νόημα της παραγράφου. Ενδέχεται να βοηθηθούμε από τη θεματική περίοδο ή την κατακλείδα της παραγράφου.

Καλύτερα να αποφύγουμε το ρήμα στον τίτλο

Με ποιον τρόπο έχει αναπτυχθεί η παράγραφος;

Απάντηση
v Ορισμός (πρέπει να αναφέρουμε την έννοια της οποίας δίνεται ο ορισμός. Σε αυτή την περίπτωση η θεματική πρόταση υποβάλλει την ερώτηση ‘τι είναι;’ ή ’ Τι εννοεί με αυτό’ )
v Διαίρεση (σύντομη αναφορά στην έννοια και στις κατηγορίες)
v Σύγκριση – αντίθεση (αναφέρουμε ποιες έννοιες συγκρίνονται αντιθετικά)
v Παραδείγματα (σύντομη αναφορά)
v Αίτιο – αποτέλεσμα( πρέπει να αναφέρουμε ότι στη θεματική πρόταση διατυπώνεται η αιτία ή οι αιτίες και επομένως η ανάπτυξη γίνεται με τη μέθοδο των αιτίων ή των αποτελεσμάτων )
v Αιτιολόγηση (η θεματική πρόταση υποβάλλει ένα «γιατί» )
v Αναλογία (η θεματική πρόταση είναι διατυπωμένη ως παρομοίωση ή μεταφορά)

Συνδυασμός μεθόδων
Στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε πάνω από έναν τρόπο ανάπτυξης. Άρα, στο τέλος της απάντησης ο μαθητής πρέπει να κάνει λόγο για συνδυασμό μεθόδων.

Η ερώτηση μπορεί να δοθεί ως εξής: «Με ποιο τρόπο αναπτύσσεται η θεματική πε­ρίοδος της παραγράφου;», ή «πώς οργανώνεται ο λόγος στην παράγραφο;»

Να γράψετε τα δομικά στοιχεία της … παραγράφου.
[Πανελλήν. 2000]

Απάντηση
Γράφουμε τη θεματική περίοδο, τις λεπτομέρειες - σχόλια, την κατακλείδα.

Πώς εξασφαλίζεται η συνοχή της παραγράφου;
Απάντηση
Ανιχνεύουμε τη σύνδεση μεταξύ των περιόδων και των προτάσεων (εντοπίζουμε τις διαρθρωτικές λέξεις - φράσεις, τις επαναλήψεις, τους συγγενείς νοηματικά όρους και τη διατήρηση ενιαίου ύφους στην παράγραφο.)

Ποια νοηματική σχέση δηλώνουν οι διαρθρωτικές λέξεις;
[Πανελ. 2001]
Μας δίνονται δηλαδή κάποιες διαρθρωτικές λέξεις της παραγράφου και μας ζητεί­ται να βρούμε ποια σχέση μεταξύ των προτάσεων που συνδέουν δηλώνουν, π.χ. διά­ζευξη, αντίθεση, αιτιολόγηση, αίτιο - αποτέλεσμα, συμπέρασμα , χρό­νο, προϋπόθεση
κ.ά.

Ποια νοηματική σχέση συνδέει τις παραγράφους "χ" και "ψ";

[Πανελ. 2000]
Απάντηση
Πρόκειται για τη συνεκτικότητα. Προσέχουμε το νόημα της μιας και της άλλης παραγράφου και γράφουμε τι σχέση έχουν, π.χ. πρόβλημα - λύση, αίτιο - αποτέλεσμα, σχέση αντίθεσης κ.ά.
Η ερώτηση μπορεί επίσης να τεθεί ως εξής: Ανιχνεύστε τη συνεκτικότητα μεταξύ των παραγράφων.

Εξετάστε την αλληλουχία του κειμένου.

Απάντηση
Οφείλουμε να διακρίνουμε τον πρόλογο, το κύριο μέρος, τις ενότητες αυτού και τον επίλογο. Στα μη αποδεικτικά κείμενα τα νοήματα αναπτύσσονται ελεύθερα, συνειρμικά, διαισθητικά. Στα αποδεικτικά κείμενα αναπτύσσονται με λογική σειρά. Σύντομα οφείλουμε να σχολιάσουμε τη συνοχή και τη συνεκτικότητα. Επίσης, οφείλου­με να εξετάσουμε αν υπάρχει σύνδεση - συσχέτιση των νοημάτων στον άξονα του χρόνου (με χρονολογικά σειρά) ή στον άξονα του τόπου.

Πώς συνδέονται οι παράγραφοι "χ" και "ψ";
Απάντηση
Απαντάμε διττά. Ελέγχουμε τη μορφική σύνδεση (συνοχή) δηλαδή διαρθρωτικές λέξεις /φράσεις, επαναλήψεις κτλ και τη νοηματική (συνε­κτικότητα)πρόβλημα – λύση, αίτιο – αποτέλεσμα κτλ.

Πώς διαρθρώνονται οι σκέψεις του συγγραφέα / ποια είναι η αρχιτεκτονική του κειμένου;

Απάντηση
Γενικά η διάρθρωση των σκέψεων μπορεί να είναι αυστηρή, να αναπτύσσονται δηλαδή με λογική σειρά, ή ελεύθερη, ακόμη και συνειρμική. Συγκεκριμένα, όταν τα κείμενα είναι αποδεικτικά για μια ολοκληρωμένη απάντηση πρέπει να αναφερθούμε στην αλληλουχία, στη συνοχή και τη συνεκτικότητα.

πηγές: 1."Έκθεση-έκφραση " ΟΕΔΒ
2."Θηρεύοντας το Λόγο"Εκδ. όμιλος συγγραφέων καθηγητών
3."Νεοελληνική Γραμματική"Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΟΕΔΒ
4."Βελτιώστε ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΑΣ" Γ. Μηνά